Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Τρία άγνωστα θρησκευτικά άρθρα του Παπαδιαμάντη : "Χριστούγεννα" - "Πρωτοχρονιά" - "Φώτα"



Γιώργος Βαλέτας
Από το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, 1941
Αγιοβασιλειάτικα
Δεν ειξεύρω ποίος περιπλανώμενος ραψωδός συνέθηκε τα νυν συνήθως υπό των παίδων αδόμενα άσματα των Χριστουγέννων, του Αγ. Βασιλείου και των Φώτων, τα οποία ακολουθούσι δήθεν κατά γράμμα την εκκλησιαστικήν παράδοσιν, βρίθουσιν όμως κακοζήλων στίχων, οίοι οι εξής:
Και επληρώθη το ρηθέν προφήτου Ησαΐου μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου...(1)
ο δεύτερος ούτος στίχος είναι προδήλως δια το κεχηνός του ρυθμού
Φωνή ηκούσθη εν Ραμά, Ραχήλ τα τέκνα κλαίει,
παραμυθήν(!) ουκ ήθελεν, ότι αυτά ουκ έχει (!!).
Ή εν τω άσματι της α’ του έτους:
Σήμερον είν' περιτομή κι υμνεί η Εκκλησία,
και προσκαλείσθε άρχοντες, γυναίκες και παιδία (1)...
Τόσον αληθεύει ότι υμνεί η Εκκλησία, ώστε ένα ή δύο ύμνους μόνον έχει εις μνήμην της Περιτομής, τους λοιπούς αφιεροί εις τον Μ. Βασίλειον.
Εννοεί ο αναγνώστης ότι, θέλων ενταύθα να εκφράσω την λύπην επί τη εκθρονίσει των γνησίων ασμάτων του λαού, ην κατώρθωσαν τα κακόφωνα ταύτα ραψωδήματα, πολύ απέχω άλλως του να θαυμάσω τα εν Αθήναις ακουόμενα δημώδη άσματα:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
ψηλή μου δεντρολιβανιά (;)
κι αρχι καλός σας χρόνος ;
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος (!!)
Άης Βασίλης έρχεται
και δεν μας καταδέχεται (;!!) (2)
...................................................
ή το αδόμενον τη παραμονή των Φώτων:
Αφέντη μου, πεντάφεντε, πέντε φορές αφέντη,
έχεις και γυιο στα γράμματα και γυιό στο ψαλιτήρι (sic).
Αλλ’ υπάρχουσιν, ιδίως εις τας νήσους(3), άλλα κάλλιστα άσματα του λαού και επ’ αυτών θέλω να ενδιατρίψω ολίγον. Τινά τούτων έχουσιν υπόθεσιν αποκλειστικώς την εορτήν της ημέρας, άλλα, χωρίς να παρακολουθώσι τα ιερά κείμενα, διεξέρχονται το θέμα με ποιητικά χρώματα, και βοηθεία της δημώδους légende (4).
Εννοείται ότι τα κατωτέρω παρατιθέμενα είναι απλά αποσπάσματα, διότι τα τοιαύτα άλλως αλλαχού άδονται και πολλαχώς αλλοιούται από στόματος εις στόμα η έννοια και η λέξις. Το της εορτής των Χριστουγέννων έχει ως έξης:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
εβγάτ' ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται,
γεννιέται κι ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα,
το μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αντρειωμένοι.
Το της εορτής των Φώτων:
Σήμερον τα φώτα κι ο φωτισμός
και του Ιησού μας ο βαφτισμός (5).
Σήμερα η κυρά μας η Παναγιά
σπάργανα στα τίμια χέρια κρατεί
και τον Άη Γιάνη παρακαλεί.
«Δύνεσ’, Άη Γιάννη Πρόδρομε,
για να μου βαφτίσεις Θεόν παιδί ;»
Δύνουμαι και σώνω και προσκυνώ,
για κοντοκαρτέρει ως το πουρνό,
για ν’ ανέβω απάνου στους ουρανούς,
για να ρίξω δρόσο και λίβανο,
ν’ αγιαστούν (6) οι βρύσες και τα νερά,
ν' αγιαστή(6) κι αφέντης με την κυρά».
Άλλα των ασμάτων εκφράζουσιν επί τη εορτή επαίνους και προσρήσεις. Το επόμενον τεμάχιον εκρίθη υπό πολλών απαράμιλλον το ύψος:
Σήκω, κυρά μ’, να στολιστής (7), να πας ταχιά στα Φώτα,
στα Φώτα και στον αγιασμό και στον καλό το χρόνο.
Βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι,
και του κοράκου το φτερό βάλ'το καμαροφρύδι.
Επανερχόμενοι εις την εορτην τον Αγίου Βασιλείου (την Περιτομήν αγνοεί ο λαός, και ευλόγως), παραθέτομεν το κύριον της ημέρας ασμα:
Άης Βασίλης έρχεται από την Καισαρίτσα,
βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
« Βασίλη μ’ πούθε έρχεσαι; και πούθε κατεβαίνεις;»
Από τη μάννα μ’ έρχουμαι και στο σκολειό πηγαίνω,
πάω να μάθω γράμματα, να πω την άλφαβήτα ».
Και στο ραβδί, που ήταν ξερό, χλωρά βλαστάρια πέτα (8)
κι απάνου στα ξεβλάσταρα περδίκια κελαϊδούσαν,
όχι περδίκια μοναχά, μόνε και περιστέρια.
Το άσμα τούτο μας φαίνεται θαυμάσιον εν τη αφελεία αυτού. Η έμφυτος φιλομάθεια του Ελληνικού Έθνους,εν μέσω τοσούτων διωγμών και θλίψεων επιζήσασα, μετεχειρίσθη την επί παιδεία φήμην του ελληνικωτάτου Αγίου ως προτροπήν προς τους νέους προς την σπουδήν και μάθησιν, ούτω δε και μετά πολλούς αιώνας ο μέγας της Καισαρείας φωστήρ παρίσταται οιονεί συγγράφων δευτέραν «Προς τους νέους Παραίνεσιν».
Τα άλλα άσματα της ημέρας, αποτελούντα ορμαθόν ευχών και εγκωμίων δια τα μέλη εκάστης οικογενείας, είναι οιονεί συνέχεια του πρώτου, εξαρτωμένη εκ του εν τω προτελευταίω στίχω(9), ότι τα «περδίκια κελαϊδούσαν» και ιδού τι κελαϊδούσαν:
Για βάλε το χεράκι σου
τούτο αποτείνεται προς τον οικογενειάρχην:
στην αργυρή σου τσέπη
κι αν εύρεις γρόσα δος μας τα, φλουριά μην τα λυπάσαι,
κι αν εύρεις και μισό φλουρί, κέρνα τα παλληκάρια,
κέρνα τ’ αφέντη μ’ κέρνα τα, να πιούνε στην υγειά σου,
και στην υγειά σου, αφέντη μου, και στην καλή χρονιά σου.
Να ζήσεις χρόνια εκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι απ’ τα διακόσα κι ύστερα ν’ ασπρίσεις να γεράσεις,
ν’ασπρίσεις σαν τον Όλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι,
σαν τ’ αηδονάκι που λαλεί, το Μάη, το καλοκαίρι.
Και τι λαλεί το αηδονάκι τούτο; Ιδού ακούσατε: Λαλεί ευχάς δια τα άλλα μέλη της οικογενείας:
Κυρά μου, τον γιόκα σου, κυρά μ', τον ακριβό σου,
τον έλουζες, τον χτένιζες (10), στο δάσκαλο τον πάϊνες,
κι ο δάσκαλος(11) τον έδερνε με δυο κλωνάρια μόσκο,
με τέσσαρα βασιλικό, με πέντε μαντζουράνα, κτλ.
Τοσαύτα περί του υιού. Ιδού τώρα και περί της θυγατρός:
Κυρά μ', τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την ακριβή σου,
γραμματικός την αγαπά, πραμματευτής τη θέλει (12),
κι ο δάσκαλος απ' το σκολειό (13) γυρεύοντάς (14) την στέλνει.
Δεν ενθυμούμαι δυστυχώς την συνέχειαν του άσματος τούτου(15), το οποίον ήρχισε να γίνεται περίεργον, χάρις εις τα τολμηρά διαβήματα του δασκάλου, αλλ’ εις το μέλλον ίσως δυνηθώ να συλλέξω πλείονα. Επί του παρόντος εύχομαι εις τον αναγνώστην εν υγεία και ευτυχία το Νέον Έτος.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ
(«Εφημερίς», 1 του Γενάρη 1888, σελ. 6 β-γ.)
Σημειώσεις
1. - Τ’ αποσιωπητικά δική μου προσθήκη.
2. - Τα θαυμαστικά και ερωτηματικά είναι του Παπαδιαμάντη.
3. - Υπονοεί τη Σκίαθο, όπου στα παιδικά του χρόνια, με τους παιδικούς του φίλους και συγγενείς, το Σωτήρη Οικονόμου, τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, τον περίφημο πλατωνιστή Σπυρίδωνα Μωραΐτη, γύριζαν τις γιορτές κι έψαλλαν τα κάλλαντα. (Βλ. σχετικά τα διηγήματα του «Της Κοκώνας το Σπίτι» και «Ο Σημαδιακός» («Μάγισσες», Φέξης, σ. 71 κ.α.).
4. - Τη λέξη αυτή προτιμά να χρησιμοποιεί πολ-λές φορές ο Παπαδιαμάντης. Πρβλ. και την απάν-τηση του Παπαδιαμάντη στο Ζερβό για τα «Θαλασσινά Ειδύλλια» («Άστυ», 28-29 Αυγ. 1891).
5. - Αντί βαπτισμός του κειμένου
6. - Αντί αγιασθούν και αγιασθή του Ππδ.
7. - Αντί στολισθής του Ππδ
8. - Αντί του πέταε του Ππδ.
9. - Το κείμενο της «Εφημερίδας» έχει ‘στίχον’.
10. - Αντί του χθένιζες του Ππδ. ( πιθανώτατα τυπογραφ. λάθος ).
11. - Αντί του δάσσκαλος του Ππδ. Το διπλό σ ίσως ηθελημένο για ν’ αποδώσει την προφορά του ‘ch’.
12. - Την θέλει (το κείμενο).
13. - Σχολειό (το κείμενο της Εφημ.).
14. - Γυρεύωντας την στέλλει (αδιανόητη γραφή στο ίδιο κείμενο).
15. - Τρόπος υπεκφυγής εκ μέρους του Παπαδια-μάντη, που προσπαθούσε στη ζωή και στην τέχνη ν’ αποφεύγει την αισχρή και πολύ συνηθισμένη δυστυχώς στα χρόνια μας εκμετάλλευση της περι-έργειας του αναγνώστη με διάφορα πορνογραφικά και τραγικά καρυκεύματα. «Η ύλη αύτη είναι ζων πυρ.. . » φωνάζει κάπου, και πετά απότομα την πέννα του, σταματώντας τη διήγησή του στη μέση. Μάθημα και παράδειγμα για μίμηση, εφ’ όσον υπάρχει καιρός. Στο «Σημαδιακό» («Οι Μάγισσες», εκδ. Φέξη, σελ. 151), εκτός απ’ την ιδιαίτερη εξύμνηση κάθε προσώπου του σπιτιού, μας δίνει ο Παπαδιαμάντης κι’ ένα ωραίο σκιαθίτικο δημοτικό της Πρωτοχρο-νιάς, που περιλαμβάνει όλα τα παιδιά, τ'αγόρια τα ξενιτεμένα στο πέλαγος και στη βιοπάλη:
Κυρά μου, τα παιδάκια σου, κυρά μου, τ’ακριβά σου,
καράβι τριοκάταρτο στο πέλαγο αρμενίζουν
και με τ’ αφέντη την ευχή γρόσα πολλά θα φέρουν.
Κι ο κυρ Βορηάς τα κύματα φυσάει και τα σπρώχνει.
Σπρώχνε, Βορηά,τα κύματα, να μώρθει το παιδί μου,
Τ’ αγαπημένο μου πουλί και το ξεπεταρούδι,
ανάθρεμμα της αγκαλιάς, της ξενιτιάς λουλούδι ...
http://www.myriobiblos.gr/
http://ahdoni.blogspot.gr

Ο ταπεινός ποτέ δεν ενοχλείται...


Αν δε βρίσκουμε μέσα μας πλούσιους καρπούς αγάπης, ειρήνης, χαράς, καλοσύνης, ταπεινοφροσύνης, απλότητας, ειλικρίνειας, πίστης, υπομονής, τότε όλη η εργασία μας πάει στα χαμένα, παρατηρεί ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος.

Η εργασία γίνεται για να έχουμε κάποτε συγκομιδή.
Η συγκομιδή όμως είναι του Κυρίου.
Συνεπώς πρόσεχε άγρυπνα τον εαυτό σου και γίνε συνετός.
Αν παρατηρήσεις πώς γίνεσαι ευερέθιστος και ανυπόμονος, τότε γίνε λίγο πιο χαλαρός στις απαιτήσεις σου.

Νιώθεις ότι υποβλέπεις εύκολα τους άλλους και τους μαλώνεις ή τους κάνεις με το παραμικρό υποδείξεις;
Να ξέρεις πώς βρίσκεσαι σε λάθος δρόμο. 

Όποιος απαρνείται τον εαυτό του δεν έχει λόγους να μαλώνει εγωϊστικά τους άλλους. ΄
Έχεις ίσως την εντύπωση ότι σε ενοχλούν οι άλλοι ή οι εξωτερικές περιστάσεις;
Δεν έχεις καταλάβει τότε σωστά τη δουλειά σου.
Κάτι που φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι είναι ενοχλητικό είναι στην πραγματικότητα μια ευκαιρία για την εξάσκηση της υπομονής, της ανοχής και της υπακοής.
Ο ταπεινός ποτέ δεν ενοχλείται.
Μπορεί ίσως μόνο να ενοχλεί τους άλλους.
Γι’ αυτό παραμέριζε και εξαφάνιζε τον εαυτό σου.
«Είσελθε εις το ταμείον σου» και κλείσε την θύραν σου.
Κι όταν ακόμα είσαι υποχρεωμένος να ζεις μέσα σε μεγάλη και θορυβώδη συντροφιά.
Και αν αυτό σου φαίνεται βαρύ, από καιρό σε καιρό βγες έξω, οπουδήποτε, αρκεί να είσαι μονάχος και φώναξε με όλη σου την ψυχή και ζήτησε τη βοήθεια του Κυρίου.
Ο Κύριος θα εισακούσει τη δέησή σου.
Να είσαι, στο φρόνημά σου, σαν μια ρόδα, συμβουλεύει ο στάρετς Αμβρόσιος. 
Όσο λιγότερο ακουμπάει στη γη η ρόδα τόσο πιο γρήγορα γυρίζει και τρέχει προς τα εμπρός.
Μη σκέφτεσαι, μη μιλάς και μην προσκολλάσαι στα γήινα πράγματα, περιορίσου μόνο στα πιο αναγκαία.
Ο ίδιος πνευματικός υπενθυμίζει, από την άλλη, ότι ρόδα πού βρίσκεται εντελώς στον αέρα δεν μπορεί να γυρίσει, ούτε να κινήσει το όχημα προς τα εμπρός.

Από το βιβλίο του Τίτο Κολλιάντερ ''Ο δρόμος των ασκητών''
 
 http://proskynitis.blogspot.gr

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

Η κατάργηση των οκτώ παθών!


 Άγ.Ιωάννης Δαμασκηνός

Η κατάργηση των οκτώ παθών ας γίνεται με τον εξής τρόπο:
Με την εγκράτεια καταργείται η γαστριμαργία.
Με τον θείο πόθο και την επιθυμία των μελλόντων αγαθών καταργείται η πορνεία.
Με την συμπάθεια προς τους φτωχούς καταργείται η φιλαργυρία.
Με την αγάπη και την καλοσύνη προς όλους καταργείται η οργή.
Με την πνευματική χαρά καταργείται η κοσμική λύπη.

Με την υπομονή, την καρτερία και την ευχαριστία προς τον Θεό καταργείται η ακηδία.
Με την κρυφή εργασία των αρετών και την συνεχή προσευχή με συντριβή καρδιάς, καταργείται η κενοδοξία.

Με το να μην κρίνει κανείς τον άλλο, ή να τον εξευτελίζει, όπως έκανε ο αλαζόνας Φαρισαίος, αλλά να νομίζει τον εαυτό του τελευταίο από όλους καταργείται η υπερηφάνεια.
   
 Έτσι λοιπόν αφού ελευθερωθεί ο νους από τα παραπάνω πάθη και ανυψωθεί στο Θεό, ζει από εδώ τη μακάρια ζωή και δέχεται τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος. Και όταν φύγει από εδώ, έχοντας απάθεια και αληθινή γνώση, στέκεται μπροστά στο φως της Αγίας Τριάδος, και καταφωτίζεται μαζί με τους αγίους αγγέλους στους απέραντους αιώνες.

http://agiabarbarapatras.blogspot.com/
http://paterikos.blogspot.gr

Πόσο κερδίζει ο ταπεινός!

Ο ΑΒΒΑΣ Σέργιος διηγείτο το ακόλουθο περιστατικό στους υποτακτικούς του για να τους αποδείξει πόσο κερδίζει ο ταπεινός:


Κάποτε κατεβαίναμε στην πόλη με τον μακαρίτη το Γέροντα μου και δυο ακόμα Αδελφούς.


Στο δρόμο, χωρίς να το καταλάβουμε, πέσαμε σε ένα χωράφι και πατήσαμε λίγα σπαρτά. Μόλις το πήρε είδηση ο ιδιοκτήτης, που έσκαβε πιο πέρα, έγινε έξω φρενών από το θυμό του. 
Ήλθε κοντά μας και άρχισε να μας βρίζει με το χειρότερο τρόπο:
-Καλόγεροι είσαστε εσείς; Έχετε Θεό μέσα σας αν φοβόσαστε τον Θεό, θα υπολογίζατε τους ξένους κόπους.
-Για την αγάπη του Χριστού, μην απαντήσει κανένας, μας ψιθύρισε ο Γέροντας. Ύστερα γύρισε στον χωριάτη με ταπεινοσύνη:
-Έχεις δίκιο, παιδί μου, του είπε, αν είχαμε φόβο Θεού θα προσέχαμε και δεν θα κάναμε τέτοια ζημιά. Σφάλλαμε, συγχώρησε μας, για την αγάπη του Κυρίου.
Με μιας ο χωρικός ηρέμησε. Τα ταπεινά λόγια του γέροντα έσβησαν τον θυμό του. Ντράπηκε για όσα προηγουμένως είχε πει και πέφτοντας στα γόνατα του είπε:
-Συχώρεσε με, άνθρωπε του Θεού, και πάρε με μαζί σου να γίνω και εγώ Καλόγερος
Ο γέροντας τον δέχτηκε μετά χαράς και από τότε έμεινε για πάντα στην υποταγή του.


http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2010/02/blog-post_8333.html

http://paterikos.blogspot.gr

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Aν δέν αξιοποιεί ό άνθρωπος τά χαρίσματά του πετάει τά δώρα του Θεού.

- Γέροντα, όταν κάποιος έχη τόν λογισμό ότι όλοι ασχολούνται μ' αυτόν κ.λπ., πώς θά τόν διώξη;

- Αυτό είναι τοϋ πειρασμού πού πάει νά τόν άρρωστήση. Νά άδιαφορήση, νά μήν πιστεύη καθόλου σ' αυτόν τόν λογισμό. Ένας λ.χ. πού έχει καχυποψία, άν δη έναν γνωστό του νά μιλάη σιγά σέ έναν άλλον, σκέφτεται: «γιά μένα λέει δέν το περίμενα άπ' αυτόν!», ενώ εκείνοι γιά άλλο θέμα συζητούν.

Και άν δέν προσέξη, εξελίσσεται σιγά-σιγά καί πού φθάνει!
Νομίζει ότι τόν παρακολουθούν, ότι τόν καταδιώκουν. Ακόμη καί άν εχη συγκεκριμένα στοιχεία ότι οι άλλοι ασχολούνται μ' αυτόν, νά ξέρη ότι καί αυτά ό ίδιος ο εχθρός τά έχει ταιριάξει έτσι, γιά νά τόν πείση. Καί πώς τά συνδυάζει ό διάβολος!
Γνωρίζω έναν νέο πού, ενώ είναι εξυπνότατος, πιστεύει στον λογισμό του πού του λέει ότι δεν είναι ισορροπημένος. Με το να δέχεται τους λογισμούς πού του φέρνει τό ταγκαλάκι, τού έχουν δημιουργηθη ένα σωρό κόμπλεξ.
Έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, έχει λειώσει τους γονείς του. Ό Θεός τού έδωσε δυνάμεις και χαρίσματα, άλλα όλα του τά αχρηστεύει ό εχθρός, καί έτσι βασανίζεται καί αυτός καί οί άλλοι.
Δεν μπορώ νά καταλάβω γιατί τους δέχονται αυτούς τους ταγκαλακίστικους λογισμούς καί κάνουν την ζωή τους βασανισμένη, τά βάζουν καί με τον Θεό, πού τόσο πολύ μας ευεργετεί καί μας αγαπάει.
Όσα καί εάν πής σε έναν τέτοιον άνθρωπο, δέν ωφελεί. Έάν δέν πάψη νά πιστεύη τους λογισμούς πού τοϋ φέρνει ό εχθρός, μόνον πού θά κουράζεσαι.
- Γέροντα, ό ευαίσθητος είναι ψυχικά αδύνατος, είναι άρρωστος;
- Όχι, τό φιλότιμο καί ή ευαισθησία είναι φυσικά χαρίσματα, άλλα κατορθώνει δυστυχώς ό διάβολος νά τά εκμεταλλεύεται. Έναν ευαίσθητο άνθρωπο τον κάνει συχνά νά μεγαλοποιή τά πράγματα, γιά νά μήν μπορή νά σηκώση κάποια δυσκολία ή νά τήν σηκώνη γιά λίγο καί μετά νά κάμπτεται, νά απογοητεύεται, νά ταλαιπωρήται, καί τελικά νά σακατεύεται.
Άν αξιοποίηση τήν κληρονομική ευαισθησία, θά γίνη ουράνια. Άν άφήση νά τήν εκμεταλλευθή ό διάβολος, θά πάη χαμένη.

Γιατί, άν δέν αξιοποιή ό άνθρωπος τά χαρίσματα του, τά εκμεταλλεύεται ό διάβολος. Έτσι πετάει τά δώρα του Θεού.
Αντί νά εύγνωμονή τόν Θεό, τά παίρνει όλα ανάποδα. Ό ευαίσθητος, όταν πιστεύη στον λογισμό του, μπορεί νά κατάληξη ακόμη καί στο ψυχιατρείο, ενώ ό αδιάφορος μέ τό «δέν βαριέσαι» δέν πάει βέβαια καλά, άλλα τουλάχιστον δέν καταλήγει καί στο ψυχιατρείο. Γι' αυτό τό ταγκαλάκι κυνηγάει τους ευαίσθητους ανθρώπους.
Άλλοι πάλι βάζουν έναν λογισμό, ή μάλλον τό ταγκαλάκι τους φέρνει έναν λογισμό, ότι έχουν κληρονομική επιβάρυνση, και προσπαθεί νά τους πείση νά πιστέψουν ότι κάτι έχουν. Τους φοβίζει, γιά νά τους ζαλίση και νά τους αχρηστέψη στά καλά καθούμενα. Άλλα και κάτι κληρονομικό άν υπάρχη, μπροστά στην Χάρη τοϋ Θεού τίποτε δεν μπορεί νά σταθή. 

Θυμάστε τον Άγιο Κυπριανό πού άπό μάγος έγινε Ιεράρχης της Εκκλησίας και Μάρτυς Χριστού;
Ό Μωυσής πάλι ό Αιθίοπας άπό ληστής έγινε πιο ευαίσθητος από πολλούς μεγάλους Πατέρες. Σε τί κατάσταση έφθασε! 
Όταν πήγε νά τον δη ό Άγιος Μακάριος, τόν ρώτησε: «Τί νά κάνω; με ενοχλεί ό κόσμος και δέν μπορώ νά βρω ησυχία». Και εκείνος του είπε: «Μωυσή, Μωυσή, είσαι πολύ ευαίσθητος. Νά πάς στην Πετραία Αραβία, γιατί δέν μπορείς εσύ νά δίωξης τόν κόσμο!».
Πέρασε στην ευαισθησία και τόν Μέγα Αρσένιο πού ήταν από αρχοντική οικογένεια, μορφωμένος, καλλιεργημένος άνθρωπος, ενώ εκείνος ήταν ένας ληστής. Νά, βλέπεις ή Χάρις τού Θεού τί κάνει! Άλλα είχε πολλή ταπείνωση.

1. Ό Γέροντας χρησιμοποιούσε αυτήν τήν λέξη μέ τήν σημασία του «χαζούλικος».
Απόσπασμα από τις σελίδες 41-44 του βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Γ
http://1myblog.pblogs.gr/ 
 http://paterikos.blogspot.gr

Ή δικαιολογία οφείλεται στον εγωισμό

- Γέροντα, όταν δεν δικαιολογώ τους άλλους γιά μιά πράξη τους, αυτό σημαίνει ότι έχω σκληρή καρδιά;
- Δεν δικαιολογείς τους άλλους και δικαιολογείς τον εαυτό σου; Μεθαύριο και ό Χριστός δεν θά σε δικαιολόγηση. Μπορεί σε μιά στιγμή ή καρδιά του άνθρωπου νά γίνη σκληρή σάν πέτρα, αν φερθή με κακία, και σε μιά στιγμή νά γίνη πολύ τρυφερή, αν φερθή με αγάπη. Νά απόκτησης μητρική καρδιά. Βλέπεις, ή μάνα όλα τά συγχωρεί και καμμιά φορά κάνει πώς δεν βλέπει. Όποιος κάνει σωστή πνευματική εργασία, γιά όλους βρίσκει ελαφρυντικά, όλους τους δικαιολογεί, ενώ τον εαυτό του ποτέ δεν τον δικαιολογεί, ακόμη και όταν έχη δίκαιο.
Πάντοτε λέει ότι φταίει, γιατί σκέφτεται ότι δέν αξιοποιεί τις ευκαιρίες πού του δίνονται.Βλέπει λ.χ. έναν νά κλέβη καί σκέφτεται ότι καί ό ίδιος, αν δέν είχε βοηθηθή, θά έκλεβε περισσότερο από αυτόν και λέει: Ό Θεός εμένα μέ βοήθησε, αλλά εγώ οικειοποιήθηκα τά δώρα του Θεού. Αυτό είναι μεγαλύτερη κλεψιά. Ή διαφορά είναι ότι τοϋ άλλου ή κλεψιά φαίνεται, ενώ ή δική μου δέν φαίνεται. Έτσι καταδικάζει τον εαυτό του και κρίνει μέ επιείκεια τον συνάνθρωπο του. "Η, άν δη στον άλλον ένα ελάττωμα, είτε μικρό είτε μεγάλο, τον δικαιολογεί, βάζοντας καλούς λογισμούς. Σκέφτεται ότι καί
αυτός έχει πολλά ελαττώματα, τά όποια βλέπουν οι άλλοι. Γιατί, άν ψάξη κανείς, βρίσκει πολλά στραβά στον εαυτό του, ώστε μπορεί εύκολα νά δικαιολογή τον άλλον. Πόσα και πόσα δέν έχουμε κάνει! ­Αμαρτίας νεότητας μου καί αγνοίας μου μή μνησθης, Κύριε. 
- Όταν, Γέροντα, μου ζητήσουν μιά εξυπηρέτηση καί τήν κάνω πρόθυμα, άλλα πάνω 
στην βιασύνη κάνω μιά μικρή ζημιά καί μου κάνουν παρατήρηση, δικαιολογώ τον εαυτό μου.
- Πήγες νά κάνης ένα καλό, έκανες καί μιά μικρή ζημιά. Δέξου τήν παρατήρηση γιά τήν μικρή ζημιά, γιά νά λάβης ολόκληρη την αμοιβή. Ό διάβολος είναι πολύ πονηρός. Την τέχνη του την ξέρει άριστα. Την πείρα τόσων χρόνων νά μην την αξιοποίηση! Σε βάζει νά δικαιολογηθής, για νά χάσης την ωφέλεια άπό το καλό πού έκανες. Όταν δής έναν άνθρωπο καταϊδρωμένο νά σηκώνη στον ώμο του ένα φορτίο κι εσύ πάς νά τοϋ το πάρης, γιά νά τον έλαφρώσης, ε, αυτό είναι κάπως φυσικό. Είδες το βάρος πού κουβαλούσε, κινήθηκες άπό φιλότιμο και έτρεξες νά τον βοηθήσης. Το νά σήκωσης όμως μιά κουβέντα πού θά σού πή ό άλλος άδικα, αυτό έχει ψωμί. Αν, όταν μας κάνουν μιά παρατήρηση, αμέσως δικαιολογούμαστε, αυτό φανερώνει ότι έχουμε ακόμη μέσα μας ολοζώντανο το κοσμικό φρόνημα. 
- Γέροντα, πού οφείλεται ή δικαιολογία;
- Στον εγωισμό. Ή δικαιολογία είναι πτώση και διώχνει την Χάρη του Θεού. Πρέπει όχι μόνο νά μή δικαιολογήται κανείς, άλλα και νά άγαπήση την αδικία πού γίνεται εις βάρος του. Αύτη ή δικαιολογία μας έβγαλε άπό τον Παράδεισο. Έτσι δεν τό έπαθε ό Αδάμ; Όταν τον ρώτησε ό Θεός: μήπως έφαγες άπό τό δένδρο πού σού είπα νά μή φας;, εκείνος δεν είπε: ήμαρτον, Θεέ μου, ναί, έσφαλα, άλλα δικαιολογήθηκε. Ή γυναίκα πού μου έδωσες, είπε, αύτη μου έδωσε και έφαγα. Σάν νά έλεγε: ¨Έσύ φταις πού έπλασες τήν Εύα! Μήπως ήταν υποχρεωμένος ό Αδάμ σ' αυτό τό θέμα νά άκούση τήν Εύα; Ρωτάει ό Θεός και τήν Εύα κι εκείνη απαντάει: Τό φίδι μέ απάτησε. Αν έλεγε ό Αδάμ: ήμαρτον, Θεέ μου, έσφαλα και άν έλεγε και ή Εύα: εγώ έσφαλα, όλα θά τακτοποιούνταν. Αλλά αμέσως δικαιολογία- 
δικαιολογία. 
- Γέροντα, τί φταίει, όταν κάποιος δεν καταλαβαίνη πόσο κακό είναι ή δικαιολογία;
-Τί φταίει; Ότι φταίει! Όταν κανείς δικαιολογή συνεχώς τον εαυτό του και νομίζη ότι οι άλλοι δεν τον καταλαβαίνουν, ότι όλοι είναι άδικοι και αυτός είναι πού πάσχει, είναι το θύμα, από 'κεί και πέρα είναι ανεξέλεγκτος. Και τό παράξενο μερικές φορές ποιο είναι; Ένώ ό ίδιος έχει αδικήσει και φταίει, λέει: Έγώ θά τήν δεχόμουν τήν αδικία, άλλα δέν θέλω νά κολασθή ό άλλος. Πάει δηλαδή νά δικαιολογηθή, δήθεν από ...; αγάπη, γιά νά έρθη σε συναίσθηση ό άλλος, άπό τόν όποιο νομίζει ότι αδικήθηκε, και νά μήν κολασθή! Ή αρχίζει νά δίνη ένα σωρό εξηγήσεις, μην τυχόν καταλάβη ό άλλος κάτι λάθος καί ...; κολασθή! Βλέπετε ό διάβολος τί λεπτή εργασία κάνει; 
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΛΟΓΟΙ Γ ΣΕΛ 86 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

http://1myblog.pblogs.gr/ 
http://paterikos.blogspot.gr

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Το Πανίσχυρο Όπλο

Ρώτησαν τὸν Ἀββᾶ Λογγίνο:
- Ποιὰ ἀρετὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες;
Καὶ ἀπάντησε:
- Σκέφτομαι, ὅτι, ὅπως ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἀπ᾿ ὅλα τὰ πάθη, ἀφοῦ καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μπόρεσε νὰ ρίξει κάποιους (δηλαδὴ τὸν Ἑωσφόρο καὶ τὸ τάγμα του), ἔτσι καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές, γιατὶ κι ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ τάρταρα μπορεῖ ν᾿ ἀνεβάσει ἕνα ἄνθρωπο, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἁμαρτωλὸς σὰν δαίμονας.
Νὰ γιατὶ ὁ Κύριος πρὶν ἀπ᾿ ὅλους μακαρίζει τοὺς «πτωχοὺς τῷ πνεύματι», (δηλαδὴ τοὺς ταπεινούς) (Ματθ. 5:3).
***
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Προτιμῶ ἧττα ποὺ θὰ συνοδεύεται ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, παρὰ νίκη ποὺ θὰ συνοδεύεται ἀπὸ ὑπερηφάνεια.
***
Ἕνας (ἄλλος) γέροντας εἶπε:
- Πολλὲς φορὲς ἡ ταπείνωση ἔσωσε πολλούς, καὶ μάλιστα ἄκοπα.
Κι αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύουν ὁ τελώνης καὶ ὁ ἄσωτος υἱός, ποὺ εἶπαν μόνο λίγα λόγια καὶ σώθηκαν (βλ. Λουκ. 18:13 - 15:21).
***

Ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας εἶπε:
- Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη.
Γι᾿ αὐτὸ ἂς εἴμαστε πάντα ἕτοιμοι, σὲ κάθε λόγο ποὺ ἀκοῦμε ἢ ἐργασία (ποὺ κάνουμε), νὰ λέμε (στὸν πλησίον):
«Συγχώρεσέ με».
Γιατὶ μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη καταστρέφονται ὅλα τὰ (πονηρὰ ἔργα) τοῦ ἐχθροῦ.
***
Ἡ ἀμμὰ Θεοδώρα ἔλεγε, πὼς οὔτε ἡ ἄσκηση οὔτε ἡ κακουχία οὔτε οἱ ὁποιοιδήποτε
κόποι σῴζουν (τὸν ἄνθρωπο), παρὰ μόνο ἡ γνήσια ταπεινοφροσύνη. (Καὶ γιὰ ἐπιβεβαίωση διηγόταν τὸ ἑξῆς:)
- Ἦταν κάποιος ἀναχωρητής, ποὺ ἔδιωχνε τοὺς δαίμονες. Καὶ τοὺς ἐξέταζε, γιὰ νὰ μάθει μὲ ποιὸν τρόπο βγαίνουν (ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο). «Μὲ τὴ νηστεία;» τοὺς ρωτοῦσε. «Ἐμεῖς οὔτε τρῶμε οὔτε πίνουμε», ἀπαντοῦσαν ἐκεῖνοι.
«Μὲ τὴν ἀγρυπνία;». «Ἐμεῖς δὲν κοιμόμαστε καθόλου», ἔλεγαν.
«Μὲ τὴν ἀναχώρηση (ἀπὸ τὸν κόσμο);». «Ἐμεῖς ζοῦμε στὶς ἐρήμους», ἀποκρίνονταν.
Ἐπειδὴ ὁ γέροντας ἐπέμενε καὶ ἔλεγε, «Μὲ ποιὸν λοιπὸν τρόπο βγαίνετε;», ἐκεῖνοι ὁμολόγησαν:
«Τίποτα δὲν μᾶς νικάει, παρὰ μόνο ἡ ταπεινοφροσύνη».

Γεροντικό
http://imverias.blogspot.com/2011/11/blog-post_747.html#more
http://paterikos.blogspot.gr

Το απλό είναι και το πιο πολύτιμο

Τέλεια βαθειά φιλοσοφημένη είναι η θρησκεία μας. Το απλό είναι και το πιο πολύτιμο. Έτσι να αγωνίζεσθε στην πνευματική ζωή, απλά, απαλά, χωρίς βία. Η ψυχή αγιάζεται και καθαίρεται με τη μελέτη των λόγων των πατέρων, με την αποστήθιση ψαλμών, αγιογραφικών χωρίων, με την ψαλτική, με την ευχή. Δοθείτε λοιπόν σε αυτά τα πνευματικά και αφήστε όλα τα άλλα
Στη λατρεία του Θεού μπορούμε να φθάσουμε εύκολα αναίμακτα. Είναι δύο δρόμοι που μας οδηγούν στο Θεό, ο σκληρός και ο κουραστικός με τις άγριες επιθέσεις κατά του κακού και ο εύκολος με την αγάπη. Υπάρχουν πολλοί που διάλεξαν το σκληρό δρόμο και «έχυσαν αίμα για να λάβουν Πνεύμα» ,ώσπου έφθασαν σε μεγάλη αρετή. Εγώ βρίσκω ότι ο πιο σύντομος δρόμος είναι αυτός με την αγάπη. Αυτόν να ακολουθείτε και εσείς.

Μπορείτε, δηλαδή, να κάνετε άλλη προσπάθεια. Να μελετάτε να προσεύχεσθε και να έχετε ως στόχο να προχωρήσετε στην αγάπη του Θεού και της Εκκλησίας. Μην πολεμάτε να διώξετε το σκοτάδι από το δωμάτιο της ψυχής σας. Ανοίξτε μια τρυπίτσα για να έλθει το φως και το σκοτάδι θα φύγει.
Το ίδιο ισχύει και για τα πάθη και τις αδυναμίες. Να μην τα πολεμάτε αλλά να τα μεταμορφώνετε σε δυνάμεις περιφρονώντας το κακό. Να καταγίνεσθε με τα τροπάρια ,τους κανόνες, τη λατρεία του Θεού, το θείο έρωτα. Όλα τα άγια βιβλία της Εκκλησίας μας ,η Παρακλητική, το Ωρολόγιο, το Ψαλτήρι, τα Μηναία, περιέχουν λόγια άγια, ερωτικά προς τον Χριστό μας.
Όταν δοθείτε σε αυτήν την προσπάθεια με λαχτάρα η ψυχή σας θα αγιάζεται με τρόπο απαλό, μυστικό, χωρίς να το καταλαβαίνετε. Οι βίοι των αγίων και πιο πολύ ο βίος του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου, μου έκαναν εντύπωση. Οι άγιοι είναι φίλοι του Θεού. Όλη την ημέρα μπορείτε να εντρυφάτε και να απολαμβάνετε τα κατορθώματα τους και να μιμείστε των βίο τους. Οι άγιοι είχαν δοθεί εξ ολοκλήρου στον Χριστό.
Με αυτήν την μελέτη σιγά-σιγά θα αποκτήσετε την πραότητα, την ταπείνωση, την αγάπη και η ψυχή σας θα αγαθύνεται. Να μην διαλέγετε αρνητικούς τρόπους για την διόρθωση σας. Δεν χρειάζεται ούτε τον διάβολο να φοβάσθε, ούτε την κόλαση, ούτε τίποτα. Δημιουργούν αντίδραση.
Έχω και εγώ μια μικρή πείρα σε αυτά. Ο σκοπός δεν είναι να κάθεσθε, να πλήττετε, και να σφίγγεσθε, για να βελτιωθείτε. Ο σκοπός είναι να ζείτε, να μελετάτε, να προσεύχεσθε, να προχωράτε στην αγάπη, στην αγάπη του Χριστού, στην αγάπη της Εκκλησίας. Αυτό είναι το άγιο και το ωραίο που ευφραίνει και απαλλάσσει την ψυχή από κάθε τι κακό, η προσπάθεια να ενωθεί κανείς με τον Χριστό.
Να αγαπήσει τον Χριστό ,να λαχταρήσει τον Χριστό, να ζει εν τω Χριστώ, σαν το Απόστολο Παύλο που έλεγε «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Αυτό να είναι ο στόχος σας. Οι άλλες προσπάθειες να είναι μυστικές ,κρυμμένες. Εκείνο που θα πρέπει να κυριαρχεί είναι η αγάπη στον Χριστό.
Αυτό να υπάρχει μες στο μυαλό ,στη σκέψη, στη φαντασία, στη καρδιά, στη βούληση. Αυτή η προσπάθεια να είναι και πιο έντονή ,πως θα συναντήσετε τον Χριστό, πως θα ενωθείτε μαζί Του, πως θα τον ενστερνισθείτε μέσα σας.
Τις αδυναμίες αφήστε τις όλες, για να μην παίρνει είδηση το αντίθετο πνεύμα και σας βουτάει και σας καθηλώνει και σας βάζει στην στεναχώρια. Να μην κάνετε καμία προσπάθεια να απαλλαγείτε από αυτές. Να αγωνίζεσθε με απαλότητα και απλότητα χωρίς σφίξιμο και άγχος. Μη λέτε «Τώρα θα σφιχτώ, θα κάνω προσευχή να αποκτήσω αγάπη, να γίνω καλός κ.τ.λ.». Δεν είναι καλό να σφίγγεσαι να πλήττεις για να γίνεις καλός.
Έτσι θα αντιδράσετε χειρότερα. Όλα να γίνονται με απαλό τρόπο αβίαστα και ελεύθερα. Ούτε να λέτε «Θεέ μου απάλλαξε με από αυτό» π.χ το θυμό την λύπη. Δεν είναι καλό να προσευχόμαστε η να σκεπτόμαστε το συγκεκριμένο πάθος, κάτι γίνεται στην ψυχή μας και μπλεκόμαστε ακόμα περισσότερο.
Ρίξου με ορμή για να νικήσεις το πάθος και θα δεις τότε πως θα σε αγκαλιάσει, θα σε σφίξει και δεν θα μπορέσεις τίποτα να κάνεις. Μην πολεμάτε απευθείας τον πειρασμό να φύγει, μη λέτε «Πάρτον Θεέ μου» Τότε του δίνεται σημασία και ο πειρασμός σφίγγει. Γιατί παρόλο που λέτε «πάρτον Θεέ μου» βασικά τον θυμάστε και υποθάλπετε περισσότερο.
Η διάθεση για απαλλαγή βέβαια θα υπάρχει αλλά θα είναι παρά πολύ μυστική και λεπτή χωρίς να φαίνεται. Θα γίνεται μυστικά. Θυμηθείτε εκείνο που λέγει η Αγία Γραφή «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου». Όλη η δύναμη σας να στρέφεται στην αγάπη του Θεού, στην λατρεία Του, στην προσκόλληση σε Αυτόν.
Έτσι η απαλλαγή από το κακό και τις αδυναμίες θα γίνεται μυστικά χωρίς να παίρνετε είδηση χωρίς κόπο. Αυτήν την προσπάθεια κάνω και εγώ. Βρήκα ότι είναι ο καλύτερος τρόπος αγιασμού, αναίμακτος.
Καλύτερα δηλ, να ρίχνομαι στην αγάπη, μελετώντας τους κανόνες, τα τροπάρια, τους ψαλμούς. Αυτή η μελέτη και εντρύφηση χωρίς να καταλάβω πηγαίνει το νου μου προς το Χριστό και γλυκαίνει την καρδιά μου. Συγχρόνως εύχομαι ανοίγοντας τα χέρια με λαχτάρα με αγάπη με χαρά και ο Κύριος με ανεβάζει στην αγάπη Του. Αυτός είναι ο σκοπός μας να φθάσομε εκεί.
Τι λέτε αυτός ο δρόμος δεν είναι αναίμακτος;. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι τρόποι όπως για παράδειγμα να θυμάστε την κόλαση τον διάβολο και τον θάνατο. Έτσι από φόβο και υπολογισμό αποφεύγεις το κακό.
Εγώ ελάχιστος δεν εφάρμοσα στη ζωή μου αυτούς τους τρόπους που κουράζουν, γενούν αντίδραση και πολλές φορές αντίθετο αποτέλεσμα. Η ψυχή και όταν μάλιστα είναι ευαίσθητη, ευφραίνεται στην αγάπη και ενθουσιάζεται, ενδυναμώνεται και μετασχηματίζει και μεταποιεί και μεταστοιχειώνει όλα τα αρνητικά και τα άσχημα.
Για αυτό εγώ προτιμώ τον εύκολο δρόμο δηλ, αυτό τον τρόπο που τον πετυχαίνομε με τη μελέτη των κανόνων των Αγίων. Στους κανόνες θα βρούμε τρόπους που μεταχειρίσθηκαν οι Άγιοι ,οι όσιοι, οι ασκητές, και οι μάρτυρες.
Καλό είναι να κάνουμε αυτήν την «κλοπή». Να κάνουμε και εμείς ότι έκαναν εκείνη. Αυτοί ρίχθηκαν στην αγάπη του Χριστού. Έδωσαν όλη την καρδιά τους. Να κλέψουμε τον τρόπο τους.

ΠΗΓΗ : ΛΟΓΟΙ ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ

Πηγή: http://1myblog.pblogs.gr/2010/01/527587.html 

Πηγή: http://paterikos.blogspot.gr

ΠΕΡΙ ΥΠΑΚΟΗΣ

Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη τον μαθητή του Αββά Παύλου, ότι είχε μεγάλη υπακοή. Ήταν κάποτε σ’ ένα μέρος μνήματα και κατοικούσε εκεί μία ύαινα. Είδε ο γέροντας ο Αββάς Παύλος εκεί τριγύρω βολβούς και είπε στον υποτακτικό του Αββά Ιωάννη, να πάει εκεί και να του φέρει βολβούς.

Του είπε όμως ο Αββάς Ιωάννης· τι να κάνω όμως γέροντα όσον αφορά την ύαινα. Αστειευόμενος ο γέροντας του είπε· αν έλθει κατ’ επάνω σου, δέστην και φέρε την εδώ. Έτσι, πήγε ο αδελφός εκεί. Πράγματι, μόλις έφθασε εκεί ο Αββάς Ιωάννης, όρμησε η ύαινα κατ’ επάνω του, και αυτός σύμφωνα με το λόγο του γέροντα προσπάθησε να την πιάσει. Η ύαινα όμως έφυγε, ο δε Αββάς Ιωάννης έτρεχε πίσω της λέγοντας· στάσου, ο Αββάς μου είπε να σε δέσω. Κάποια στιγμή έπιασε την ύαινα και την έδεσε.

Ο γέροντας όμως πού τον περίμενε στεναχωριόταν. Κάποια στιγμή Ήλθε ο Αββάς Ιωάννης έχοντας δεμένη την ύαινα, γεγονός πού όταν το είδε ο γέροντας θαύμασε. Θέλοντας όμως να ταπεινώσει τον Ιωάννη τον χτύπησε στη πλάτη λέγοντας του· παλαβέ, τρελό σκύλο έφερες εδώ; Και αμέσως ο γέροντας έλυσε την ύαινα και την άφησε ελεύθερη.

Γεροντικό

Πηγή:  http://paterikos.blogspot.gr

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Συμβουλές Αγίων Πατέρων: περί των Λόγων μας

* Άνθρωπος είσαι, μη γίνεσαι θηρίο. Γι’ αυτό σου δόθηκε το στόμα από τον Θεό, όχι για να δαγκώνεις, αλλά για να παρηγορείς με τα λόγια σου.
* Αν θέλεις να δείξεις ότι δεν σου αρέσει να λέγεις αισχρά λόγια, τότε να μη ανέχεσαι ούτε να τα ακούς.
* Ένας λόγος που θα ειπωθεί με απροσεξία, ολόκληρες οικογένειες μπορεί να κάνει άνω κάτω και να καταστρέψει και να βυθίσει στον όλεθρο ανθρώπινες ζωές.
* Την μεν ζημιά των χρημάτων είναι δυνατόν αν την επανορθώσει κανείς. Ένα απρόσεκτο λόγο όμως, ο οποίος ξέφυγε από το στόμα μας, δεν είναι πλέον δυνατόν να τον πάρουμε πάλι πίσω.
* Ο γνήσιος χριστιανός, μελετά συνεχώς μέσα στην καρδιά του την αλήθεια και ουδέποτε μολύνει την γλώσσα του με το ψέμα και ουδέποτε κάνει κακό στον πλησίον του, όπως λέγει η Αγία Γραφή.
* Ο γνήσιος χριστιανός, ευλογεί όταν υβρίζεται…ουδέποτε ορκίζεται, λέει πάντα την αλήθεια…σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, από το ναι και από το όχι στις απαντήσεις του.
* Ο γνήσιος χριστιανός, κινεί την γλώσσα του στο να υμνεί τον Θεό, κλίνει τα γόνατά του και υψώνει τα χέρια και τον νου του για να παρακαλέσει τον Θεό, χύνει δάκρυα μετανοίας και κατανύξεως μπροστά στον Θεό.
 Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

* Όπως ακριβώς όταν ένα μαχαίρι είναι ακονισμένο σκοτώνει με πολύ ευκολία, έτσι και η γλώσσα, όταν είναι διεφθαρμένη σκοτώνει με τις διάφορες κατακρίσεις και κατηγορίες.
Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας

* Ο λόγος βγαίνει από το περίσσευμα της καρδιάς. Διότι η καρδιά μοιάζει με πηγή, ο δε λόγος με ρυάκι που τρέχει από την πηγή αυτή.
* Μην ανοίγεις τα αυτιά σου στον καθένα που μιλάει και μη απαντάς σε κάθε φλύαρο κατά τις συζητήσεις που δεν συμφέρουν στον σκοπό του πνευματικού σου αγώνα.
* Όταν ερωτάσαι, δίδε απάντηση με πρέπουσα και ταπεινή φωνή, όταν δεν ερωτάσαι, σιώπα.
* Κάθε λόγος που δεν συντελεί στην ικανοποίηση της ανάγκης που έχουμε εν Κυρίω θεωρείται αργός.
Άγιος Βασίλειος ο Μέγας

* Εκείνοι που ασχολείστε με τους λόγους μην έχετε υπερβολική εμπιστοσύνη σ’ αυτούς, ούτε να σοφίζεστε πράγματα περιττά που ξεφεύγουν από τη λογική και ούτε να επιθυμείτε να νικάτε τα πάντα κακώς, αλλά να ανέχεσθε να νικάσθε σε ορισμένα καλώς.
 Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

* Δεν πρέπει να εντυπωσιάζεις τους ακροατές σου με τα λόγια, αλλά με τη ζωή σου να υποτάσσεις εκείνους που επιθυμούν τη θέωση.
Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης

* Η πολυλογία είναι σημάδι αγνωσίας, πόρτα της κατάκρισης, οδηγός στα ευτράπελα, πρόξενος της ψευδολογίας και σκορπισμός της κατάνυξης.
* Όποιος γνώρισε τα παραπτώματά του, χαλιναγώγησε τη γλώσσα του, ενώ ο πολυλογάς δεν γνώρισε ακόμα καθώς πρέπει τον εαυτό του.
* Η πολυλογία είναι καθέδρα της κενοδοξίας. Καθισμένη επάνω της η κενοδοξία προβάλλει και διαφημίζει τον εαυτό της.
Άγιος Ιωάννης ο Σιναϊτης 

* Η πολυλογία είναι μητέρα της αδιαφορίας, υπόθεση αγνωσίας και μωρίας, πόρτα της κατακρίσεως, υπηρέτης των ψεμάτων και ψυχρότητα της ευλαβούς θερμότητας.
* Μην απλώνεσαι σε μακρές συνομιλίες με εκείνον που σε ακούει με κακή όρεξη, για να μην τον αηδιάσεις και τον κάνεις να σε σιχαθεί, διότι έχει γραφεί: «Ο πλεονάζων λόγων, βδελυχθήσεται»(Σειράχ,κεφ.7).
* Απόφευγε να μιλάς αυστηρά και μεγαλόφωνα. Διότι και τα δύο είναι πολύ μισητά και δίνουν υποψία, πως είσαι μάταιος και έχεις μεγάλη υπόληψη για τον εαυτό σου.
Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης

Πηγή: http://imverias.blogspot.gr/

Της αρετής η στάσις, κακίας έστιν αρχή

«Της αρετής η στάσις, κακίας έστιν αρχή».Ιωαν. Κορναράκη, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών

Πολλοί καλοπροαίρετοι χριστιανοί και ίσως πραγματικοί πνευματικοί αγωνιστές κυριαρχούνται συχνά από την αίσθηση μιας πνευματικής αυτάρκειας.

Ίσως ο αστικοποιημένος τρόπος εκκλησιαστικής ζωής αλλά και άλλοι ασφαλώς παράγοντες, προσδιοριστικοί πάντως του είδους και της ποιότητας της ατομικής πνευματικότητος και ευσέβειας, συντελούν συχνά σε μια αίσθηση ικανοποιητικού, κατά περίπτωση, τρόπου πνευματικής μας ζωής.

Σκεπτόμαστε δηλ σε πολλές περιπτώσεις (ενσυνείδητα ή «λεληθότως»), ότι με τις πνευματικές μας προσπάθειες, που έχουμε ήδη καταβάλει, έχουμε προχωρήσει σε κάποιο ανώτερο επίπεδο πνευματικής ζωής. Εξάλλου η τάση να αντιλαμβανόμαστε την εικόνα του εαυτού μας σε σύγκριση με τους άλλους ανθρώπους, μας δίνει, επίσης συχνά την αίσθηση ενός βαθμού «υπεροχής»! Έτσι καταλήγουμε σε κάποιο είδος πνευματικής αυτοσυνειδησίας, το οποίο, όπως νομίζουμε, μας ταιριάζει «αναπαυτικά»! Μας ικανοποιεί στο βαθμό μιας αυτάρκειας αγωνιστικής!

Το αποτέλεσμα τέτοιων ενδόμυχων σκέψεων και διαλογισμών ή αισθημάτων αντανακλά ένα στερεοποιημένο τύπο πνευματικής ζωής, με εσώτερο συναισθηματικό πυρήνα την αυτάρκεια. Σε μια τέτοια περίπτωση φαίνεται σαν να σταματήσαμε τον αγώνα μας σε κάποιο σημείο της πνευματικής μας πορείας. Σαν να κάναμε κάποια στάση διαρκείας, με το δικαίωμα που (δήθεν) μας δίνει η αίσθηση των πνευματικών αγώνων και κόπων, που έχουμε ήδη καταβάλει!

Για μια τέτοια περίπτωση ακριβώς, ο άγιος Μάξιμος θα σημειώσει· «Της αρετής η στάσις κακίας εστίν αρχή». Αφορμή για τη διατύπωση της βασικής αυτής αξιωματικής αρχής της ορθοδόξου πνευματικότητας έδωσε στον άγιο Μάξιμο ερώτηση του μαθητού του αββά Θαλασσίου, σχετικά με μια απορία σε χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης.

Η γραφική απορία του αββά Θαλασσίου ανεφέρετο στο Έξοδ. δ’ 25 εξ. όπου σημειώνεται ότι, πορευόμενος ο Μωϋσής προς τον Φαραώ, για να μεταφέρει τις εντολές του Θεού, σχετικά με την απελευθέρωση των Ισραηλιτών από τη δουλεία των Αιγυπτίων και ενώ ευρίσκετο σε κάποιο κατάλυμα, στο οποίο στάθμευσε για να αναπαυθεί από την κόπωση της πορείας, «άγγελος Κυρίου εζήτει αυτόν αποκτείναι».

Η απορία του αββά Θαλασσίου είναι εύλογη· εφόσον ο Θεός απέστειλε τον Μωϋσή σε επιτέλεση έργου τόσο σπουδαίου, πώς «άγγελος Κυρίου» ζητούσε να τον φονεύσει μέσα στο κατάλυμα;

Ο άγιος Μάξιμος, διά της μεθόδου της αναγωγής των ιστορικών γεγονότων σε σχήματα και διαδικασίες πνευματικής ζωής, «ως προκάλυμμα περιαιρών το γράμμα του πνεύματος», μας βοηθεί να κατανοήσουμε «νοεροίς όμμασιν» την «εν πνεύματι δύναμιν» της ιστορίας.

Ο Μωϋσής, κατά τον άγιο Μάξιμο, είναι στην προκειμένη περίπτωση «ο νους»! Ο τελευταίος, εφόσον αγωνίζεται εναντίον των αισθητών και δημιουργεί ήθος ψυχικής καθαρότητας, όπως είναι «η παθών εστερημένη έξις», γίνεται επιδεκτικός μιας παιδαγωγίας εκ μέρους του Θεού, αποτέλεσμα της οποίας είναι η μετοχή του στη θεωρία των όντων. Σ’ αυτή την κατάσταση επιτρέπει ο Θεός στο νουν να μεταλάβει γνώσεως «κρυφίας τε και μυστικής, κατά το αφανές της καρδίας».

Αλλά ο προικισμένος με τη χάρη αυτής της γνώσεως νους, «ως διατελών οπωσδήποτε εισέτι υπό την κυριαρχία της ανθρωπείας φύσεως», εφόσον δηλ. φορεί ακόμη σάρκα και ευρίσκεται «καθ’ οδόν» προς την απόκτηση της αρετής διά της εργασίας των εντολών, καλείται «να εξέλθη εκ της γης της Αιγύπτου», από τη δουλεία στη σάρκα και την αίσθηση.

Κατά τον άγιο Μάξιμο, ο χαριτωθείς με την μετοχή του στη θεωρία των όντων νους είναι κάτοχος «των θείων νοημάτων», τα οποία, στην περίπτωση αυτή, είναι εγκλωβισμένα στον πηλό της σάρκας, «ανοήτως πονούμενα». Όπως οι Ισραηλίτες καταπονούνταν και ταλαιπωρούνταν, κάτω από τη δουλεία των Αιγυπτίων και αναζητούσαν την ελευθερία τους, έτσι και τα θεία αυτά νοήματα, βιούμενα υπό τη δεσποτεία της «υλικής συνθέσεως της υπάρξεως», τρόπον τινά, ταλαιπωρούνται και υποφέρουν, χωρίς νόημα λυτρωτικό.

Για τον τελευταίο αυτό λόγο, ο νους καλείται να αγωνίζεται για την έξοδό του από τη δουλεία των παθών, με τη συνεργεία και βοήθεια πρώτον της σοφίας, που έχει αποκτήσει από τη γνώση της θεωρίας των όντων και δεύτερον «του εξ’ αυτής γεννηθέντος ευγενούς τρόπου τε και λογισμού, της κατά τον βίον σεμνής πολιτείας». Με αυτούς τους ορούς καλείται να βαδίσει την οδόν της αρετής «την μηδαμώς επιδεχομένην των εν αυτή βαδιζόντων στάσιν αλλ’ αεικίνητον και οξύν εχόντων κατά σκοπόν της ψυχής, προς το βραβείον της άνω κλήσεως τον δρόμον. Επειδή της αρετής η στάσις, κακίας εστίν αρχή…»!

Στην ιστορική αφήγηση της στάσεως του Μωϋσή στο κατάλυμα, ως λόγος απειλής θανάτου του, εκ μέρους του αγγέλου του Θεού, προβάλλεται η ακροβυστία του υιού της Σεπφώρας, της γυναίκας του Μωϋσή. Ο τελευταίος, πριν αναλάβει το έργο της εξόδου των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, είχε προσταχθεί από το Θεό «να καθαρθεί διά περιτομής». Αλλά στο κατάλυμα (κατά τη «στάση») «απέκτησε υιόν ακρό­βυστο».

Αναγωγικά, δηλ. ως προς τον καθαρθέντα από τα πάθη νουν, ο λόγος της απειλής του με θάνατο, είναι η απόκτηση, κατά τη στάση του στην οδό των αρετών, εμπαθούς λογισμού («ακροβύστου υιού»).

Ο νους, εφόσον σταματήσει, κατά την πορεία του στην οδό των αρετών, μοιραίως, (κατ’ αναπόφευκτο τρόπο) ελκύεται από τα εκατέρωθεν της οδού υλικά πράγματα και επομένως ασχολείται εμπαθώς με τα αισθητά. Στην περίπτωση αυτή «τον καθαρόν και διόλου (τελείως) περιτετμημένον τρόπον τε και λογισμόν της ευσεβούς διαγωγής», καθιστά ακρόβυστο (εμπαθή) και βέβηλο.

Τότε ακριβώς ο λόγος (η δημιουργική αιτία του νου), ο οποίος παρακολουθεί και ελέγχει την πορεία του νου στην οδό των αρετών, ως «άγγελος κατά συνείδησιν», απειλεί θάνατο, για το γεγονός ότι «η κατ’ αρετήν στάσις» γίνεται αιτία αποκτήσεως εμπαθούς λογισμού.

Είναι άξιο προσοχής το γεγονός ότι ως ιδιαίτερα σημαντικό χαρακτηριστικό της «στάσεως», κατά την πορεία του πνευματικού αγωνιστή, στην οδό των αρετών, ο άγιος Μάξιμος επισημαίνει την ανεπίγνωστη (ασυνείδητη) υποκλοπή του νου από τους εμπαθείς λογισμούς.

Η στάση, ενώ μερικές φορές κατανοείται εύλογα ως ανάπαυση από τους κόπους των πνευματικών αγώνων και ως αναγκαία αναψυχή για την περαιτέρω συνέχιση των αγώνων αυτών, εντούτοις, κατά την πατερική αντίληψη, έχει πάντοτε τον κίνδυνο της επιστροφής στην αιχμαλωσία των εμπαθών λογισμών.

Ο κίνδυνος αυτός είναι συχνά θανάσιμος, επειδή ακριβώς «λεληθότως» διολισθαίνει ο πνευματικός αγωνιστής στο «κατά διάνοιαν πάθος», κατά την στάση της αρετής. Η εμφατική χρησιμοποίηση από τον άγιο Μάξιμο δύο φορές του επιρρήματος «λεληθότως», για την επισήμανση της ανύποπτης αυτής επιστροφής στην κυριαρχία εμπαθών λογισμών, ύστερα από κάποιες πνευματικές κατακτήσεις στην περιοχή της ψυχικής καθαρότητας, υπογραμμίζει την ανάγκη της εγρηγόρσεως και της νήψεως, ως υπέρβαση ασυνείδητων παθογόνων ενδοψυχικών διεργασιών, που απειλούν άμεσα τον αναπαυόμενο στις πνευματικές δάφνες του…πνευματικό αγωνιστή!

πηγή Ελληνικά καί Ορθόδοξα

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Η μοναδικότητα της παραδόσεως της Ορθοδοξίας, Φώτης Κόντογλου

      Η μοναδικότητα της παραδόσεως της Ορθοδοξίας, Φώτης Κόντογλου

Ἡ μοναδικότητα τῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας
Κόντογλου Φώτης

(Ἀπάντησις σὲ ἀρχιμανδρίτην τῶν Ἀθηνῶν)
Ὑπάρχει φανερὴ ὑπερηφάνεια, ὑπάρχει καὶ κρυφὴ ὑπερηφάνεια. Τὴν κρυφὴ ὑπερηφάνεια ἐννοεῖ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, λέγοντας: «Ἡ ὑπερηφάνεια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον».

Αὐτὴ τὴν ὑποχθόνια ὑπερηφάνεια, ποὖναι κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινολογία καὶ τὴν ταπεινοφάνεια, ἔχουνε ὅσοι δὲν σέβουνται τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὴ λατρεία καὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, καὶ θέλουνε νὰ εἰσάξουνε σ᾿ αὐτὴ κάποιους νέους τρόπους ποὺ εἶναι ὁλότελα ξένοι πρὸς τὴν οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ὄχι μοναχὰ ξένοι πρὸς τὸν πνευματικὸν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὁλότελα ἀντιορθόδοξοι.

Εἶδες τί λέγει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τῶν νεωτερισμῶν; Δὲν λέγει ἁπλῶς «κινεῖ» ἀλλὰ «ἀναγκάζει», βιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει τὴν ὑπερηφάνεια. Καὶ ἔπειτα λέγει «ἐπινοεῖν», νὰ ἐφεύρει, νὰ φτιάξει κάποια ψεύτικα πράγματα. Τὸ «ἐπινοεῖν» ἔχει μέσα του τὴν πονηρία. Καὶ παρακάτω λέγει ὁ ἅγιος: «μὴ ἀνεχομένη». Ἡ περιφάνεια, λέγει δὲν ἀνέχεται, δὲν χωνεύει, δὲν ὑποφέρει «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ «τὴν παράδοση», ἀλλὰ τὴν πολεμᾶ μὲ λύσσα. Πῶς νὰ τὴν ἀνεχθεῖ ἀφοῦ τὴ μποδίζει στοὺς νεωτερισμοὺς ποὺ ἐπιθυμᾶ νὰ ἐπιδίδεται. Ἡ ὑπερηφάνεια, λοιπόν, μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὸ ἔργον τῶν εὐσεβῶν ψυχῶν ποὺ μᾶς παραδώσανε τὸν ἐξωτερικὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας μαζὶ μὲ τὸν ἐσωτερικό, γιὰ νὰ τὰ φυλάξουμε μὲ δέος καὶ μὲ ἀγάπη. Τὸ νὰ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι φυσικὸ ἰδίωμά της. Ἀλλὰ τί μισεῖ; Μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὴν παράδοση. Μά, ἕνα πράγμα ποὺ τὸ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια, τὸ σατανικὸ αὐτὸ πάθος, θὰ πεῖ πὼς αὐτὸ ποὺ μισεῖ πρέπει νὰ εἶναι κάποιο πράγμα ἁγιασμένο, ἱερώτατο, ποὺ κάνει τὴ διαβολικὴ ὑπερηφάνεια νὰ φρυάξει καταπάνω του.

Λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουνε τοὺς νεωτερισμοὺς ὁποὺ παραμορφώνουνε τὸν χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἴτε στὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ οὐσία της, εἴτε στὴν ἐξωτερικὴ μορφή της, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὴν τελετουργία καὶ μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, σπρώχνουνται σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀνίερο ἔργο ἀπὸ τὸν σατανᾶ τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς ἀπιστίας. Ἀπ᾿ ἐναντίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε μέσα τους τὴ βλογημένη ταπείνωση, νοιώθουνε τέτοια ἀγάπη πρὸς τὴν παράδοση, ποὺ ἡ χαρά τους εἶναι νὰ τῆς ὑποτάσσονται προθυμερά, ὅπως ὁ καλὸς δόκιμος ὑποτάσσεται στὸν πνευματικὸν πατέρα του, κι ὁ πόθος τους εἶναι νὰ συντηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πολύτιμη κληρονομιὰ τῆς παράδοσης, κι ὄχι νὰ παραμορφωθεῖ καὶ νὰ καταστραφεῖ, ὅπως εὔχουνται οἱ ἀσεβεῖς νεωτεριστές.

Καὶ μὅλα ταῦτα, κάποιοι τέτοιοι νεωτεριστὲς παρουσιάζονται, οἱ ἀθεόφοβοι, σὰν ἀνακαινιστὲς τῆς ὀρθοδοξίας, καὶ γιορτάζουνε τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εἶναι ἡ νίκη τῆς Ἐκκλησίας καταπάνω στοὺς ἴδιους αὐτοὺς νεωτεριστές. Ναί, γιορτάζουν μαζὶ μὲ κείνους ποὺ κρατοῦνε τὶς παραδόσεις σὰν ἀτίμητο θησαυρό.

Ἀλλά, τοῦτοι οἱ καταργητές, αὐτοὶ ποὺ μισοῦν τὴν ἱερὴ παράδοση, (ποὺ ὁ θρίαμβός της εἶναι ἡ γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας), θέλουν νὰ διδάξουν τί ἐστὶ Ὀρθοδοξία στὰ τέκνα τὰ γνήσια τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ τοῦτοι οἱ πονηροὶ καθηγηταὶ εἶναι χειροτονημένοι ἀπὸ τοὺς ὀρθοδοξώτατους Προτεστάντες δασκάλους τους! Ἀπ᾿ αὐτοὺς διδαχθήκανε ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία, κι ὄχι ἡ πεπαλαιωμένη κείνη Ὀρθοδοξία ποὺ διδάξανε οἱ Πατέρες ποὺ μᾶς τὴν παραδώσανε, καὶ ποὺ βεβαιώσανε τὴ διδασκαλία τους μὲ τὴν ἁγιωσύνη τῆς ζωῆς τους.

Ἀπὸ τέτοιους καθηγητὲς περιμένει νὰ φωτισθεῖ ἡ Ἑλλάδα, ποὺ πήγανε νὰ μάθουνε τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, κι ἀπὸ κείνους ποὺ καταξεράνανε μὲ τὴν ἄπιστη σοφία τους τὸ δροσόφυλλο δέντρο τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πήγανε στὸ ἔρεβος τοῦ Μέλανος θεολογικοῦ Δρυμοῦ, γιὰ νὰ φέρουνε τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου στὸν λαὸ ποὺ τὸ κήρυξε στὰ ἔθνη, αὐτοὶ ποὺ ἀφήσανε τὰ ἡφαίστεια τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ πυρπολήσανε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ πήγανε στὰ παγόβουνα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἀπιστίας, γιὰ νὰ φέρουνε σ᾿ ἐμᾶς, ποὺ μᾶς ἔθρεψε ἐπὶ αἰῶνες τὸ μάνα τῆς παράδοσης, τὴν ψύχρα τῆς πονηρῆς γνώσης. Αὐτοὶ μιλοῦν γιὰ Ὀρθοδοξία ἐν ὀνόματι τῶν ἁγίων Πατέρων Χάρνακ, Στράους, Ρενὰν καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς ἁγιασάντων!!

Τόσο ἀφιονισθήκανε, λοιπόν, οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸ ἀφιόνι τῆς Δύσης, ὥστε νὰ γίνουνται μαθητὲς κι ἀκροατὲς σὲ τέτοιους δασκάλους, ποὺ διαφημίζουνε πὼς τοὺς φέρνουνε μιὰ Εὐρωπαϊκὴ Ὀρθοδοξία, μαζὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ σπίτια, μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ προϊόντα καὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ πλυντήρια;

Αὐτοὶ οἱ ἐπιστημονικοὶ θεολόγοι καὶ νεορθόδοξοι δὲν θὰ εἶναι παράξενο νὰ ὑποστηρίζουνε κάποτε, ἐπιστημονικῶς, πὼς κατὰ λάθος γράφηκε ὅτι οἱ Πατέρες ποὺ διδάξανε στὸν κόσμο τὸν Χριστιανισμὸ γεννηθήκανε ἐδῶ στὴν Ἀνατολή, καὶ πὼς κατόπιν τῶν νέων ἐρευνῶν τῆς ἐπιστήμης ἐβεβαιώθη ὅτι ὁ μὲν Βασίλειος γεννήθηκε στὴν σεπτὴν Φραγκφούρτη, ὁ Χρυσόστομος στὴν ἁγίαν πόλιν τοῦ Μονάχου, τὴν νέαν Σιών, ὁ Γρηγόριος στὸ ἱερὸν Ἀμβοῦργον, ὁ Ἀντώνιος πὼς ἀσκήτεψε παρὰ τὴν Βαλτικὴν θάλασσαν, κ.λπ.

Ὅσον γιὰ τὸν Ἐφραὶμ τὸν Σῦρο, ποὺ εἴπαμε παραπάνω, ποῦ νὰ καταδεχτοῦνε νὰ τὸν γράψουνε στὰ σοφὰ συγγράμματά τους, ἕναν ἄξεστον καὶ ἀπαίδευτον τουρκοκαλόγηρον, καθὼς καὶ τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν περιορισμένη διάνοια, ὅπως εἶναι ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, Βαρσανούφιος, Νεῖλος, Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Νικήτας Στηθᾶτος, Γρηγόριος Σιναΐτης, κι οἱ ἄλλοι φανατικοὶ καὶ μισαλλόδοξοι ἀνατολίτες.

Ἡ σημερινὴ «θεολογικὴ ἐπιστήμη», λένε οἱ ἐξ Ἑσπερίας φωτοδόται, ἐσυγχρονίσθη εἰς τὰς πολιτισμένας χώρας, καὶ ὁδηγεῖται εἰς τὴν ἔρευνάν της ὑπὸ τῶν πορισμάτων τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν, τῆς βιολογίας, γεωλογίας, τῆς ἀστρονομίας κ.λπ. Ζῶμεν εἰς τὸν αἰῶνα τῶν ἐπιστημονικῶν θαυμάτων, τῶν πυραύλων, τῶν σπούτνικ. Εἰς τὰ ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τὰ ὁποῖα προβάλλουν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, τί εἶναι εἰς θέσιν ν᾿ ἀπαντήσουν οἱ ἀγαθοὶ καὶ ἁπλοϊκοὶ ἐκεῖνοι γέροντες τῆς ἐρήμου, οἱ ζήσαντες ἐν σπηλαίοις ὡς οἱ τρωγλοδῦται, καὶ εἰς μίαν ἐποχὴν καθ᾿ ἣν ἐβασίλευεν ἡ βαρβαρότης, ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ νοσηρὰ δεισιδαιμονία;

Ποιὰ θρησκεία λοιπὸν παραμορφώθηκε σὲ τέτοιον ἀπίστευτον βαθμό; Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς ἔφερε τὴν ἀλήθεια, ἁπλή, καθαρὴ σὰν κρύσταλλο, καὶ ποὺ γλύτωσε τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀπὸ τὴν πολύπλοκη καὶ μπερδεμένη ψευτιὰ τῆς γνώσης, αὐτὴ ἡ θρησκεία ἔπεσε πάλι στὰ πονηρὰ συστήματα ἐκείνων γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Χριστὸς πὼς εἶναι κλέφτες καὶ ληστὲς ποὺ ληστεύουνε τὶς ψυχές.

Αὐτοὶ δὲν μπαίνουνε στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων ἀπὸ τὴ θύρα, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἀλλὰ πηδᾶνε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μάντρα, καὶ παρουσιάζουνται σὰν ποιμένες, ἐνῶ εἶναι ληστὲς καὶ κλέφτες.

Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοί; Εἶναι τοῦτοι οἱ λαοπλάνοι, ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ τὰ Πανεπιστήμια τῆς ἀπιστίας, βαστώντας στὰ χέρια τους διπλώματα καὶ πιστοποιητικὰ τῆς θεολογίας, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία γιατρικὴ ἢ χημεία, καὶ χαλᾶνε μὲ τὴν πονηρὴ διδασκαλία τους τὰ ἁπλοϊκὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, λέγοντάς τους πὼς ἡ πίστη τους εἶναι δεισιδαιμονία καὶ τυπολατρεία, καὶ πὼς ἡ ἱερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας τὴ μποδίζει νὰ συγχρονισθῆ, δηλαδὴ νὰ γίνει σὰν τὴ Χριστιανικὴ ἀθεΐα ποὺ λέγεται Προτεσταντισμός.

Ναί. Αὐτοὶ εἶναι οἱ κλέφτες κι οἱ ληστὲς ποὺ εἶπε ὁ Κύριος πὼς ἀνεβαίνουνε ἀπ᾿ ἀλλοῦ καὶ μπαίνουνε στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων, δηλαδὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ δὲν μπαίνουνε ἀπὸ τὴ θύρα, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ θέλουνε νὰ ξεγελάσουνε τὰ ἀθῶα τὰ πρόβατα ποὺ ζοῦνε μὲ τὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια καὶ ποὺ γνωρίζουνε καλὰ τὸν Χριστό, καὶ Ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει.

Μίλησα γιὰ τὶς ξένες χῶρες ποὺ σπουδάζουνε οἱ θεολόγοι μας. Αὐτοὶ οἱ λαοὶ εἶναι ἀγαθὴ γῆ καὶ καλοδεχτική, γιὰ νὰ φυτρώσει μέσα τους ὁ σπόρος τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ἀλλὰ οἱ δικοί μας ποὺ πηγαίνουνε νὰ σπουδάσουνε ἐκεῖ ἀπὸ ματαιοδοξία, ἀντὶ νὰ μεταλαμπαδεύουνε τὴν Ὀρθοδοξία σὲ κεῖνες τὶς ψυχές, ποὺ τὶς ξέρανε ὁ λίβας τοῦ Προτεσταντικοῦ ὀρθολογισμοῦ, φέρνουν ἀπὸ κεῖ σὲ μᾶς, στὴ φυλὴ ποὺ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, τὸν παραμορφωμένον ἐκεῖνον Χριστιανισμό, πιθηκίζοντας τὰ ξένα κι ἀποθεώνοντάς τα, ὅπως ὁ Παυσανίας ὁ Περιηγητὴς λέγει, πὼς κάνανε οἱ Ἕλληνες τῆς παρακμῆς στὸν καιρό του: «Ἕλληνες ἐν θαύματι τιθέασι τ᾿ ἀλλότρια, ἢ τὰ οἰκεῖα».

«Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. Καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὅντες μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ἰωάν. Θ´, 39).

«Ἦλθα σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, λέγει ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δοῦνε τὸ φῶς ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουνε, καὶ γιὰ νὰ τυφλωθοῦνε ὅσοι βλέπουνε».

«Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουνε» εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουνε τὴν ὑπερήφανη ἰδέα πὼς εἶναι σοφοὶ στὰ τῆς θρησκείας, ὅπως ἡμεῖς ποὺ πιστεύουμε μὲ ἁπλότητα καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ Εὐαγγέλιο καὶ σὲ ὅσα μᾶς παραδώσανε οἱ Πατέρες, διατηρώντας μὲ εὐλάβεια ὀλότελα ἀνάλλαχτον τὸν χαρακτήρα τῆς λατρείας, καὶ θεωρώντας πὼς εἶναι ἀσέβεια τὸ νὰ βάζουμε τὰ τῆς θρησκείας μας κάτω ἀπὸ τὴ δική μας κρίση. Ἤμαστε τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, κι ὅπως τὰ πρόβατα ἐμπιστεύουνται στὸν τσομπάνη, κι ἐμεῖς ἐμπιστευόμαστε στὸν ἀρχιποιμένα τὸν Χριστὸ καὶ στοὺς ποιμένας ποὺ διώρισε Ἐκεῖνος νὰ φροντίζουνε γιὰ τὴν αὐλὴ τῶν προβάτων, ἤγουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία.

Καί «ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουνε» εἶναι ὅσοι ἔχουνε τὴν περιφανῆ ἰδέα πὼς εἶναι σοφοὶ στὰ θρησκευτικὰ πράγματα, ἐπειδὴ σπουδάσανε σὲ κάποια μεγάλα σχολεῖα τῆς Εὐρώπης, ἐκεῖ ποὺ διδάσκουνε ἀνάμεσα στὶς ἄλλες ἐπιστῆμες καὶ τὴ θεολογία, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία μιὰ κοσμικὴ γνώση, ὅπως εἶναι ἡ γιατρική, ἡ μηχανικὴ κ.λπ.

Αὐτοὶ λοιπὸν «οἱ βλέποντες», ἐρευνοῦνε καὶ κρίνουνε τὰ τῆς θρησκείας, κι ἄλλα παραδέχουνται, ἄλλα δὲν τὰ παραδέχουνται, ἐπειδή, κατὰ τὴν κρίση τους, δὲν εἶναι σωστὰ ἀλλὰ εἶναι γεννήματα τῆς ἀμάθειας, κι ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς πρέπει ν᾿ ἀλλάξουνε, γιατὶ παληώσανε, μὴν πιστεύοντας πὼς εἶναι ἀνάλλαχτα κι αἰώνια, ἐπειδὴ δὲν πιστεύουνε πὼς προέρχουνται ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τοῦτοι λοιπὸν «οἱ βλέποντες», ἤγουν «οἱ οἰόμενοι βλέπειν», τυφλώνουνται, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, σὲ καιρὸ ποὺ κάνουνε τὸν καθηγητὴ καὶ τὸν ὁδηγό. Κι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά τους, κοιτάζουνε «τοὺς μὴ βλέποντας», δηλαδὴ ἐκείνους ποὺ παραδίνουνται σὰν τὸν τυφλὸ νὰ τοὺς χειροκροτήσει ἡ ἀμετασάλευτη πίστη τους στὴν ἁγιασμένη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς κοιτάζουνε λοιπὸν μὲ περιφρόνηση σὰν ἀμαθεῖς τυπολάτρες ποὺ ἔχουνε στενὴ ἀντίληψι τῆς θρησκείας.

Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ξενοσπουδασμένους θεολόγους, ἔβγαλε λόγο σὲ μιὰ ἐκκλησιά, κατὰ τὴ λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ γιορτὴ αὐτὴ γίνεται σὲ ἀνάμνησιν τῆς νίκης τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς νεωτεριστές. Φαντάσου λοιπόν, ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς νεωτεριστὲς νὰ γιορτάζει, πρῶτος καὶ καλίτερος, γιὰ τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς ὁμοίους του, καὶ νὰ βγάζει καὶ λόγο, γεραίροντας αὐτὸν τὸν θρίαμβο.

Ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας ἤτανε τότε κατὰ τῶν εἰκονομάχων, ἀλλὰ ἀπ᾿ ἀφορμὴ τῶν εἰκονομάχων, καταδικαστήκανε ὅλοι μαζὶ οἱ ἀνίεροι νεωτεριστές, ποὺ ἐπιχειρήσανε κι ἐπιχειροῦνε νὰ ξεσχίσουν τὸν ἄρραφο κι ἀκομμάτιαστον χιτώνα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὡστόσο, ὁ καλόβουλος αὐτὸς θεολόγος, ποὺ εἶναι κι ἱερωμένος, συμβίβασε τὴν Ὀρθοδοξία με τοὺς νεωτερισμούς. Στὴν ἐκκλησία ποὺ λειτούργησε καὶ κήρυξε ὁ νεωτεριστὴς Ὀρθόδοξος, οἱ εἰκόνες κι ἡ μουσικὴ ἤτανε εὐρωπαϊκές, ἀντιορθόδοξες. Κι ἡ λειτουργία, σὲ πολλὰ παραμορφωμένη ἐπὶ τὸ νεωτεριστικώτερο, τὸ ὕφος δυτικό, ἡ ἀτμόσφαιρα χωρὶς τίποτα σχεδὸν Ἑλληνικὸ καὶ Ὀρθόδοξο.

Ἀλλὰ κι ὁ ἴδιος, πρόθυμα, θὰ ἔβγαζε πολλὰ περιττὰ ἀπὸ τὴ λειτουργία, θὰ ἔκοβε τὰ γένειά του, θὰ ἄλλαζε τὰ ἄμφιά του μὲ πολιτικὰ ροῦχα, θὰ καταργοῦσε τὰ κεριά, τὸ λιβάνι, τὰ καντήλια, τὰ πάντα, «ὡς ἐπουσιώδη», ὅπως συμπεραίνει κανεὶς ἀπὸ τὸν λόγο του.

Κατὰ βάθος ἴσως νὰ ἐλεεινολογοῦσε μάλιστα καὶ τοὺς Πατέρας ποὺ θεσπίσανε τὴν ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ θὰ τὄλεγε, ἂν δὲν φοβότανε τὸν «ὄχλο». Γιατὶ, κατὰ τὴ γνώμη του, ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἤτανε ἡ νίκη τῆς τυπολατρείας καὶ τῆς δεισιδαιμονίας κατὰ τῆς ὑψηλῆς καὶ εὐρείας ἀντιλήψεως τῆς θρησκείας, ἡ ὁποία, κατ᾿ αὐτόν, εὑρίσκεται μέσα στὰ κεφάλια τῶν καθηγητῶν ποὺ εἶχε στὴν Εὐρώπη.

Γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὅμοιούς του δὲν ἔχει καμμιὰ σημασία τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μακάριζε τὶς ἁπλὲς ψυχές, λέγοντας στοὺς Ἀποστόλους πὼς εἶναι μακάριοι γιατὶ ἀξιωθήκανε, αὐτοὶ οἱ ψαράδες, νὰ δοῦνε καὶ νὰ νοιώσουνε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ θελήσανε νὰ τὰ δοῦνε σοφοὶ καὶ σπουδαῖοι ἄνθρωποι, καὶ δὲν μπορέσανε γιατὶ τὰ ἔκρυψε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Θεός. Ναί, τὰ ἔκρυψε, γιατὶ δὲν ἤτανε ἄξιοι νὰ τὰ δοῦνε, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν ψεύτικη σοφία τους.

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἐκκλησία τῶν ἁπλῶν ψυχῶν κι ὄχι τῶν σοφῶν καὶ τῶν ἐπιστημόνων, δηλ. ἐκκλησία ὅπως τὴ θέλησε ὁ Χριστός. Ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας δὲν χρειάζεται σπουδασμένους θεολόγους, ἀλλὰ ἱερεῖς ποὺ νὰ ὑπηρετοῦνε τὸν Θεὸ «ἐν ἀφελότητι καρδίας». Πρὶν ἀπὸ χρόνια ἔγραφα σ᾿ ἕνα βιβλίο μου τὰ παρακάτω λόγια: «Τοῦτο τὸ γραΐδιο ποὺ κάνει τὸν σταυρό του καὶ στέκεται σὰν κουρούνα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα, εἶναι ψυχὴ χιλιάδων χρονῶν καὶ ξέρει ἀπὸ ποῦ βαστᾶ καὶ ποῦ πάει, καλίτερα ἀπὸ τὸν κάθε λιμοκοντόρο ποὺ σπουδάζει στὰ Παρίσια» (Ταξίδια, ΜΗΛΟΣ). Ὁ εὐσεβὴς λαός μας διψᾶ γιὰ ἁγιότητα, κι ὄχι γιὰ ἐπιστημονικὲς θεολογίες.

Ἡ Ὀρθοδοξία ἔζησε πάντα μέσα στὴν ἁπλότητα ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός, ἐνῶ οἱ εὐρωπαϊκὲς ὀργανώσεις ποὺ λέγουνται Ἐκκλησίες, ξεπέσανε στὰ πολύπλοκα συστήματα τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης. Ἰδοὺ τί ἔγραφε γιὰ τοὺς παπιστὲς ἕνας Πατριάρχης, ποὺ σκοτώθηκε ἀπὸ τοὺς κακούργους δυτικούς: «Ἂν δὲν ἔχομεν σοφίαν ἐξωτέραν (δηλαδὴ κοσμική, θύραθεν), ἔχομεν, χάριτι Χριστοῦ, σοφίαν ἐσωτέραν καὶ πνευματικήν, ἡ ὁποία στολίζει τὴν Ὀρθόδοξόν μας πίστιν, καὶ εἰς τοῦτο πάντοτε εἴμεσθεν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς λατίνους, εἰς τοὺς κόπους, εἰς τὰς σκληραγωγίας καὶ εἰς τὸ νὰ σηκώνωμεν τὸν σταυρόν μας καὶ νὰ χύνωμεν τὸ αἷμα μας διὰ τὴν πίστιν καὶ ἀγάπην, τὴν πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.

Ἂν εἶχε βασιλεύση ὁ Τοῦρκος εἰς τὴν Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανοὺς ἐκεῖ δὲν εὕρισκες. Καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα τώρα τριακόσιους χρόνους εὑρίσκεται, καὶ κακοπαθοῦσιν οἱ ἄνθρωποι καὶ βασανίζονται διὰ νὰ στέκουν εἰς τὴν πίστιν των, καὶ λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας, καὶ ἐσεῖς μοῦ λέγετε ὅτι δὲν ἔχομεν σοφίαν; Τὴν σοφίαν σου δὲν ἐθέλω ὀμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ».

Ἄκοῦς θεολόγε ξενοσπουδασμένε, τί λέγει ὁ Πατριάρχης στοὺς δασκάλους σου τοὺς πολύξερους; «Τὴν σοφία σου δὲν τὴν θέλω, ἐμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ».

Τέτοιοι εἶναι οἱ Ὀρθοδοξοι Χριστιανοί. Τέτοιοι εἶναι οἱ λέοντες τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔχουνε μέσα στὴν καρδιά τους τὴ μωρία τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ τοὺς ὀνομάζεις ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου τυπολάτρες καὶ στενοκέφαλους. Αὐτοὺς λοιπόν, ποὺ δὲν εἶναι σὰν κι ἐσένα «μαθόντες» στὰ Πανεπιστήμια, ἀλλὰ ποὺ εἶναι «παθόντες τὰ θεῖα», κατὰ τὸν θεωρητικότατον ἅγιον Διονύσιον, αὐτοὺς ποὺ δὲν χωρίζουνε τὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸν τῦπο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ τὴν ζοῦνε σὰν ἕνα πράγμα ἀτόφιο, αὐτοὺς ἔρχεσαι νὰ διδάξεις, ἀντὶ νὰ διδαχθεῖς ἐσὺ ἀπ᾿ αὐτούς;

Πλέκεις ἕνα ρητορικὸ ἐγκώμιο τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ ἐκεῖνο τὸ τυποποιημένο ὕφος ποὺ ἔχουνε οἱ παρόμοιες ὁμιλίες, καὶ ἐξυμνεῖς «τὰ χρυσορρήμονα στόματα», «τὴν ζωοποιὸν δύναμιν τοῦ λαοῦ μας», «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας». Ἀλλά, μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ρίχνεις καὶ τὸ ὕπουλο καὶ φαρμακερὸ σύνθημα, λέγοντας: «Προσοχὴ ὅμως! Δὲν πρέπει νὰ παρεξηγήσωμεν τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας οὔτε νὰ ὑποβαθμίσωμεν τὴν ἀξίαν Της. Ὁ θησαυρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας μας δὲν ταυτίζεται οὔτε μὲ συνδυασμοὺς χρωμάτων μιᾶς στενῆς καθορισμένης τεχνοτροπίας, οὔτε μὲ τὴν ποικιλίαν καὶ τὴν ποιότητα μουσικῶν ἤχων, μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς».

Μὲ ἄλλα λόγια θέλεις νὰ πεῖς πὼς τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἄσχετο μὲ τὰ ἔργα τῆς λειτουργικῆς μουσικῆς καὶ τῆς ἁγιογραφίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἐκφράζεται ἐπὶ αἰῶνες. Πὼς αὐτὰ εἶναι κάποια συμβατικὰ στολίδια τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ πρέπει νὰ τ᾿ ἀλλάξουμε, δηλαδὴ κάποιο φόρεμα ποὺ πάλιωσε, καὶ πὼς πρέπει νὰ τῆς φορέσουμε ἄλλο, καινούργιο.

Ἀληθινά, μοναχὰ ἕνας «ἐπιστημονικός» θεολόγος μπορεῖ νὰ ἔχει τόσο λίγη εὐαισθησία καὶ τόση ψυχικὴ ἀμορφοσιά, μ᾿ ὅλα τὰ πτυχία τῆς Εὐρώπης, γιὰ νὰ λέγει τέτοια ἀσύστατα πράγματα! Μοναχὰ μιὰ ψυχὴ ποὺ λείπει ἀπὸ μέσα της ἡ θερμὴ αἴσθηση τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ ποὺ τὴν ἔχει ξεράνει ὁ χιονιᾶς τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ψυχὴ ποὺ τὴν στέγνωσε ἡ πρακτικὴ βορεινὴ μεθοδολογία, καὶ γιὰ νὰ πῶ μ᾿ ἕναν σύντομο λόγο, ποὺ λείπει ἀπὸ μέσα της ὁλότελα ἡ βλογημένη καὶ δροσερὴ πνοὴ ποὺ λέγεται ποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας, κι ἡ κατάνυξη ποὺ τὴν μεθᾶ μὲ τὸν οὐράνιον οἶνον, μιὰ τέτοια ψυχὴ μοναχὰ μπορεῖ νὰ πεῖ καὶ νὰ γράψει παρόμοια λόγια.

Ἀλλά, πρῶτα-πρῶτα, τί γνωρίζεις Πανοσιολογιώτατε, ἀπὸ τέχνη, καὶ μιλᾶς μὲ τέτοια κατηγορηματικότητα γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ γιὰ τὰ ἔργα της; Ξέρουμε πὼς ἐσὺ καὶ οἱ ὅμοιοί σου δὲν ἤσαστε σὲ θέση νὰ νοιώσετε παραπάνω ἀπὸ τὶς λιθογραφίες ποὺ κρέμουνται στὰ κορνιζοπωλεῖα τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ, κι ἀπὸ τὶς ἐλεεινὲς χαλκομανίες... Μὲ ἄλλα λόγια, πὼς βρισκόσαστε στὸ νηπιαγωγεῖο τῆς ζωγραφικῆς.

Τὸ ἴδιο καὶ στὴ μουσική. Μ᾿ ὅλο ποὺ κάνετε τοὺς μοντέρνους καὶ τοὺς συγχρονισμένους, δὲν ἤσαστε σὲ θέση νὰ νοιώσετε παραπάνω ἀπὸ τὶς ζακυνθινὲς βαρκαρόλες καὶ τὰ πρίμα-σεγκόντα τῆς Πλάκας. Τὸ πολὺ-πολύ, νὰ ἐνθουσιασθῆτε ἀπὸ τὴν αἰσθηματικὴ γεροντοκόρη Νόρμα τοῦ Μπελλίνι.

Μ᾿ αὐτὰ λοιπὸν τὰ σπουδαῖα ἐφόδια, δηλαδὴ μ᾿ αὐτὴ τὴν παιδαριώδη καὶ οἰκτρὴ αἰσθηματολογία, ἐπιχειρεῖς νὰ κρίνεις τὰ ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ποὺ ἔχουνε καταπλήξει σήμερα τὸν κόσμο; Κι ἡ τεχνικὴ κατάρτισή σου εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ νὰ μιλᾶς τόσο ἄπρεπα γι᾿ αὐτά; λέγοντάς τα «συνδυασμοὺς χρωμάτων μιᾶς στενῶς καθορισμένης τεχνοτροπίας;».

Ὡστόσο, αὐτὰ τὰ εἰκονίσματα προσκυνούσανε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Χρυσόστομος, ὁ Φώτιος, ὁ Παλαμᾶς, κι ἀπ᾿ αὐτὰ φούντωνε μέσα τους ἡ φλόγα τῆς πίστης. Αὐτὰ τὰ ἔργα κάνανε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Νύσσης, τὸν ἄξιο ἀδελφὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νὰ χύνει δάκρυα κατανύξεως, καὶ τὸν Χρυσόστομο νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ζήσει καὶ νὰ προσευχηθῆ, χωρὶς νὰ ἔχει κρεμασμένο στὸ κελλί του τὸ εἰκόνισμα τοῦ Ἁγίου Παύλου, ποὺ τὸ ἀσπαζότανε κι ἔκλαιγε. Αὐτὰ τὰ ἔργα ἔβλεπε ὁ Μέγας Φώτιος νὰ καταστολίζουνε τὴν Ἁγία Σοφία, καὶ σκιρτοῦσε ἀπὸ θεῖον οἶστρο, καὶ τὰ ἐγκωμίαζε στὶς ὁμιλίες του. Ναί, αὐτὰ τὰ ἔργα μᾶς παραδώσανε, μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθόδοξο πίστη, οἱ μεγάλοι Πατέρες, γιὰ νὰ τὰ προσκυνοῦμε στὸν αἰῶνα, ὅσο θὰ ἔχουμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γιατὶ δὲν εἶναι ἕνα φόρεμα φθαρτό, ποὺ τῆς τὸ φορέσαμε μιὰ φορὰ καὶ ποὺ πάλιωσε, καὶ ποὺ θέλετε ἐσεῖς οἱ νεωτεριστὲς νὰ τ᾿ ἀλλάξετε, ἀλλὰ εἶναι στολὴ ἄφθαρτη, ποὺ μ᾿ αὐτὴ θὰ ὑπάρχει στολισμένη στὴν αἰωνιότητα. Εἶναι περισσότερο ἀπὸ στολὴ ἄφθαρτη. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ἁγιασμένο σῶμα της, ποὺ τὸ φόρεσε, ὅπως ὁ Χριστὸς τὸ δικό του, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὴ δοῦμε «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ» με τὰ σαρκικὰ μάτια μας, καὶ ν᾿ ἀκούσουμε τὴ φωνή της μὲ τὰ σαρκικὰ αὐτιά μας.

Κι ἐσύ, ὁ ἱερεύς, ἀντὶ νὰ σκύψεις καὶ νὰ προσκυνήσεις τὶς ἅγιες εἰκόνες τῆς Ὀρθοδοξίας, σήμερα ποὺ γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴν ἀναστήλωσή τους, καὶ νὰ παρακινήσεις καὶ τοὺς ἄλλους, σὰν ἱερωμένος, νὰ τὶς ἀσπασθοῦνε, σήμερα, αὐτὴ τὴ μέρα ποὺ σείσθηκε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κι ἔκλαψε ἀπὸ χαρὰ γιατὶ οἱ περιπόθητες εἰκόνες ρίξανε πάλι τὴ λάμψη τους στὶς καρδιὲς τῶν Ὀρθοδοξων, σήμερα βρῆκες τὴν εὐκαιρία νὰ ρίξεις τὸ δηλητήριο, λέγοντας πὼς αὐτὰ περάσανε, πὼς αὐτὰ τὰ ἱερὰ ἔργα εἶναι «μιᾶς ὡρισμένης ἐποχῆς», πὼς πρέπει δηλ. νὰ τὰ κατεβάσουμε, (σήμερα, ποὺ γιορτάζουμε τὴν ἀναστήλωσή τους!), καὶ νὰ βάλουμε στὴ θέση τους ἄλλα, μοντέρνα, φράγκικα, τῆς ἀρεσκείας σου.

Ἀλλά, καλίτερα νὰ ἔλεγες νὰ μὴ βάλουμε τίποτα. Τουλάχιστον θὰ ἤσουνα ἕνας ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους, μ᾿ ὅλον ποὺ θὰ ἤσουνα ὁ χειρότερος, γιατὶ διάλεξες τὴν Κυριακή της Ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων γιὰ νὰ κάνεις τὸ ὕπουλο κήρυγμα τῆς νέας εἰκονομαχίας. Αὐτὸ ποὺ κάνεις εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν εἰκονομαχία. Εἶναι εἰκονομαχία κρυμμένη κάτω ἀπὸ τη ψεύτικη εἰκονολατρευτικὴ προσωπίδα.

Σ᾿ ἕνα ἐξαίσιο βιβλίο ποὺ ἔγραψε γιὰ τὴ σημασία τῆς Εἰκόνας ὁ ὀρθοδοξώτατος καὶ εὐσεβέστατος Λεωνίδας Οὐσπένσκης, καθηγητὴς τῆς εἰκονογραφίας στὸ Ὀρθόδοξο Ρωσσικὸ Ἰνστιτοῦτο τῆς Γαλλίας (τέτοιοι καθηγητὲς εἶναι σεβαστοί, γιατὶ εἶναι ἐχθροὶ τῶν ὑπόπτων νεωτεριστῶν), λέγει τὰ παρακάτω λόγια: «Τὸν καιρὸ τῶν εἰκονομάχων, κατὰ τὸν η´ καὶ θ´ αἰῶνα, μέσα στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή της, ἡ Ἐκκλησία ὑπερασπίσθηκε τὸ δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ «Θεὸς γέγονεν ἄνθρωπος». Σήμερα κινδυνεύει ὁ σκοπὸς τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ «ἵνα ὁ ἄνθρωπος γένηται Θεός». Ἡ σημερινὴ εἰκονομαχία, ποὺ δὲν τὴν ὑποπτεύουνται οὔτε ἐκεῖνοι ποὺ τὴν κάνουν, δὲν εἶναι τόσο ἡ ἄρνηση τῆς Εἰκόνας, ἀλλὰ περισσότερο ἡ παραμόρφωσή της, μάλιστα ἡ παραφθορά της, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουνε πιὰ τὴ δογματικὴ καὶ διδακτικὴ σημασία της. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τὴν Εἰκόνα τὴν θεωροῦνε σὰν κάποιο πράγμα δευτερεῦον. Μοναχὰ ὁ λόγος, τὸ κήρυγμα, κρίνεται πὼς εἶναι ἀρκετὸ ὅπως κάνουνε οἱ Προτεστάντες. Ξεχνᾶνε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μοναχὰ ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ἡ Εἰκὼν τοῦ Πατρός... Ἡ Εἰκόνα, γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, δὲν εἶναι ἕνα ἀντικείμενο ποὺ μᾶς δίνει μιὰ αἰσθητικὴ ἀπόλαυση ἢ μᾶς κινεῖ τὴν ἐπιστημονικὴ περιέργεια, ἀλλὰ ἔχει μιὰ θεολογικὴ ἔννοια. Ὅπως ἡ κοσμικὴ τέχνη παριστάνει τὴν πραγματικότητα τοῦ κόσμου τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν αἰσθημάτων, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ τὴν βλέπει κάθε τεχνίτης, ἡ Εἰκόνα παριστάνει τὴν πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν».

Βλέπει λοιπὸν κανείς, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, πόσα πράγματα σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τέχνη γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ προσεγγίζουν μὲ βαθειὰ εὐλάβεια καὶ μὲ δέος τὰ ἔργα της, καὶ μὲ πόσον ζῆλο ἀγωνίζονται γιὰ τὴ συντήρηση τῆς ἱερῆς παράδοσης, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος πόση ἀμάθεια, σ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ εἶναι τόσο σημαντικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἔχουνε κάποιοι, ποὺ μὲ ἐλαφρὴ κι ἀνύποπτη συνείδηση, ἀποφθέγγονται γι᾿ αὐτά, ὡς ἀπὸ τρίποδος, καὶ μολονότι εἶναι θεόγυμνοι ἀπὸ κάθε ἰδέα τέχνης, καὶ βρίσκουνται σὲ πρωτόγονη κατάσταση, ἔχουνε τὸ θράσος, συνεργούσης καὶ τῆς ἀσέβειας καὶ τῆς πνευματικῆς ὑποταγῆς στὰ θεότυφλα Πανεπιστήμια ποὺ τοὺς δώσανε τὰ διπλώματα, ἔχουνε λοιπὸν τὸ θράσος νὰ δογματίζουν, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ἐν ὀνόματι τῆς προόδου καὶ τῆς «ἐπιστημονικῆς θεολογίας», καὶ νὰ ὑποδεικνύουν μὲ τί ἔργα πρέπει νὰ στολισθοῦν οἱ ναοί μας, γιὰ νὰ εἶναι συγχρονισμένοι, γιὰ νὰ μοιάζουνε δηλαδὴ μὲ τὰ ἀρχοντοχωριάτικα σπίτια τους, ποὺ φανερώνουνε τὴν πιὸ φρικτὴ ἀκαλαισθησία. Ἀφοῦ δὲν ἔχουν, οἱ δυστυχεῖς, μήτε τὴν συνηθισμένη εὐαισθησία, στὰ σπίτια τους, στὰ γραφεῖα τους, στὰ βιβλία τους, σὲ ὅλα τους, ποὺ βασιλεύει ἐπιδεικτικὰ ἡ πιὸ ἀηδιαστικὴ ἀκαλαισθησία, θέλουνε νὰ γίνουνε οἱ ὁδηγοὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ποὺ εἶναι ἄβυσσοι μυστηρίου κι οἱ πιὸ ἀποκαλυπτικοὶ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους ἀξιώθηκε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐκφράσει τὸ ἀνέκφραστο. Καὶ μάλιστα, αὐτοὶ ποὺ ἰκανοποιοῦνται μὲ τὶς κοκκινοπράσινες λιθογραφίες καὶ μὲ τὰ ἰταλικὰ ναπολιτάνικα τραγούδια, ξεστομίζουν πὼς εἶναι ἄτεχνες καὶ κατώτερες ἀπὸ τὶς πνευματικὲς ἀπαιτήσεις των (!!) οἱ βυζαντινὲς εἰκόνες μὲ τὴν βαθύτατη ἱερατικότητα, καθὼς καὶ τὰ ἀριστουργήματα τῆς μυστικῆς μουσικῆς, ποὺ κάνουν ν᾿ ἀπορήσουν ὅσους ἔχουν πνευματικὲς κεραῖες γιὰ νὰ τ᾿ ἀντιληφθοῦν. Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφουνται αὐτὰ ποὺ γράφω, ἐκτιμοῦν ὑπὲρ πᾶν ἄλλο τὴ γνώμη τῶν Εὐρωπαίων γιὰ τὰ δικά μας πράγματα, ἀναφέρω πὼς ὁ μέγας μουσικὸς SΑΙΝΤ SΑΕΝS κι ὁ διάσημος συγγραφεὺς Ἀλέξανδρος Δουμᾶς, ἐγκωμιάσανε τὴ βυζαντινὴ μουσική μας.

Ἀλλά, τί νὰ νοιώσει ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει αὐτὲς τὶς κεραῖες, ποὺ δὲν ἔχει δηλαδὴ τὴν παντογνωστικὴ δύναμη ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ἡ πνευματικὴ ἐγρήγορση, κι ἡ βλογημένη ταπείνωση, ἡ ὁποία δὲν θέλει νὰ στήσει τὸ θέλημά της ἀπάνω ἀπὸ τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν παράδοση; Πῶς νὰ ὑψωθεῖ στὴν ὑπερούσια γνώση, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ταπεινώθηκε ἀληθινά; Πῶς νὰ ἀξιωθεῖ νὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ ἰδεῖ τὰ μυστήρια της, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀρνήθηκε, μαζὶ μὲ τὰ αἰσθητὰ ἀγαθά, καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ γνώση, «τὸν νοῦν τῆς σαρκὸς αὐτοῦ», μαζὶ μὲ τὴν οἴηση ποὺ φέρνει αὐτὴ ἡ γνώση, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ὁ ἄνθρωπος; «Τὰ γὰρ μυστήρια τοῖς ταπεινόφροσιν ἀποκαλύπτεται». Ἀλλά, ἂς κρίνουμε τὰ γραφόμενα τοῦ ἱερωμένου ποὺ ἔγραψε κι εἶπε αὐτὴ τὴν ὁμιλία μὲ τὸν παραπλανητικὸ τίτλο «Θεματοφύλακες τοῦ Θριάμβου», ἂς κρίνουμε λοιπὸν τὰ λεγόμενα αὐτοῦ τοῦ «θεματοφύλακος» ποὺ ἐκτιμᾶ τόσο λίγο αὐτὰ ποὺ λέγει πὼς φυλάγει, ἂς τὸν κρίνουμε μὲ κάποια μέτρα ποὺ εἶναι πιὸ χεροπιαστὰ καὶ ποὺ τὰ νοιώθει ὁ καθένας:

Ἐνῶ, ὅπως εἴπαμε, πλέκει τὸν ὕμνο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐγκωμιάζει «τὴν κληρονομίαν τὴν ἄφθαρτον καὶ ἀμίαντον καὶ ἀμάραντον» (Α´ Πέτρ. α´, 4), μὲ τὴν ὁποίαν «ἐγαλουχήθησαν αἱ γενεαὶ τῶν Πατέρων μας», καθὼς καὶ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας» (τῆς Ὀρθοδοξίας), μαζὶ μ᾿ αὐτά, τὴν ἴδια στιγμή, λέγει πὼς κάποια ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας εἶναι μαραμένα καὶ ξερά, ἐννοώντας τὴ θεοδώρητη λειτουργικὴ εἰκονογραφία γιὰ τὴν ὁποία λέγει πὼς εἶναι «συνδυασμὸς χρωμάτων μιᾶς στενῶς καθορισμένης τεχνοτροπίας», καθὼς καὶ γιὰ τὰ ἐξαίσια ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς μας, ποὺ γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὁμοίους του ἄξεστους φραγκολάτρες εἶναι: «ποικιλία καὶ ποιότης μουσικῶν ἤχων μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς». Μὲ ἄλλα λόγια, κατὰ τὴ γνώμη του, ἡ κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση εἰκονογραφία καὶ μουσικὴ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦν, γιατὶ τὰ ἔργα τους εἶναι βάναυσα κι ἀνυπόφορα γιὰ ἀνθρώπους σοφοὺς κι εὐρωπαϊσμένους, ποὺ ἔχουνε γιὰ ἀριστουργήματα τὰ παιδιακίσια κάρτ-ποστάλ, ποὺ τὰ λένε οἱ Γάλλοι SAINT SULPICE, (ἐπειδὴ τὰ πουλᾶνε στὴν πλατεία αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας), καθὼς καὶ τὰ ἀνάλατα μουσικὰ κατασκευάσματα, τύπου «Ἀνθισμένης ἀμυγδαλιᾶς», φτάνει νὰ λέγουνται μὲ πρίμο καὶ μὲ σεγκόντο! Ὤ! Ἀληθινά, μοναχὰ οἱ σοφοὶ κι οἱ ἐπιστήμονες μποροῦν νὰ ποῦν τέτοιες ἐπιστημονικὲς ἀνοησίες. Κι ἀντὶ νὰ κρύψουνε τὴν ἀμάθειά τους, οἱ τέτοιοι φωστῆρες, θέλουν νὰ κάνουνε καὶ τὸν προφέσορα!

Ἂς μᾶς ἐξηγήσει λοιπὸν ὁ προκείμενος δύσκολος κριτὴς τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας καὶ τῆς λειτουργικῆς μουσικῆς, ποὺ δὲν ἔχει κἂν ἰδέαν ἀπὸ τὸ τί θὰ πεῖ λειτουργικὴ καὶ τί μὴ λειτουργικὴ τέχνη, ἂς μᾶς ἐξηγήσει ποιὰ εἶναι γι᾿ αὐτὸν τὰ «ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λειτουργίας», καὶ ποιὰ εἶναι τὰ μαραμένα. Μήπως «τὰ ἀμάραντα» εἶναι, κατὰ τὴν ἐπιστημονικὴ γνώμη του, μοναχὰ οἱ ὁμιλίες τῶν Πατέρων, ποὺ θὰ τὶς ἐκτιμᾶ σὰν ρητορεῖες, καὶ ἡ ὑμνολογία, χωρὶς ὅμως τὴ μουσική, ἐπειδὴ τὸν θαμπώνει τὸ κλασικὸν κάλλος τῶν ἰάμβων, ἀπὸ προγονοπληξία; Γιατὶ, τί ἄλλο μποροῦνε νὰ εἶναι «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς λατρείας»;

Ὥστε ἔχουμε μέν, κατὰ τὸν γλαφυρὸν ὁμιλητὴν τῶν κοινοτοπιῶν τοῦ ἄμβωνος, «ἀμάραντα μνημεῖα» τῆς ὑμνολογίας ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ κρατήσουμε γυμνὰ ἀπὸ τὴν μουσική τους, ἐπειδή, κατὰ τὴ γνώμη του αὐτὴ ἡ μουσικὴ εἶναι «μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς». Σάμπως τὰ λόγια τῆς ὑμνολογίας δὲν εἶναι μιᾶς ὡρισμένης ἐποχῆς, καὶ γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ τὰ ντύσουμε, αὐτὰ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα» τῆς ὑμνολογίας, μὲ ἄλλο μουσικὸ φόρεμα τῆς ἐποχῆς μας, ἤγουν μὲ τὴν ἀνθισμένην ἀμυγδαλιά, μὲ βαρκαρόλες, καὶ τὰ παρόμοια. Δηλαδή, ἔχουμε κι ἐδῶ ἕναν ἄλλον Σοῦτσο ποὺ ἔλεγε γιὰ τὰ ποιήματα τοῦ Σολωμοῦ πὼς ἤτανε «ἰδέαι πλούσιαι, πτωχὰ ἐνδεδυμέναι», κι ἤθελε νὰ τὸν πάρει κοντά του ὁ Σολωμὸς νὰ ράβει αὐτὸς τὰ πλούσια ροῦχα γιὰ νὰ ντύνει τὶς ἰδέες τοῦ Σολωμοῦ. Ἐδῶ μάλιστα, ὁ προκείμενος ἐπιδιορθωτὴς τῆς ὑμνωδίας μας εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν Σοῦτσο, γιατὶ θέλει νὰ ντύσει τὰ ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας μας, ὅπως εἶναι π.χ. τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἢ τὸ ἰαμβικὸ «Ἰμερτὸν ἐξέφηνε σὺν πανολβίῳ ἤχῳ Πατήρ, ὃν γαστρὶ ἐξηρεύξατο», μὲ μουσικὴν τῆς Νόρμας τοῦ Μπελλίνι ἢ τῆς Τραβιάτας τοῦ Βέρντι! Λοιπόν, βλέποντες πόσο ἀνώτερος εἶναι ὁ συγγραφεὺς τῶν «Θεματοφυλάκων τοῦ Θριάμβου» ἀπὸ τὸν ποιητὴν Σοῦτσον, μποροῦμε νὰ ἀναφωνήσουμε· «Ἰδού, πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε! Ἰδού, πλεῖον Σολομῶντος ὧδε!»

Ἂν ὁ συγγραφεὺς δὲν ἐννοεῖ τὴν ὑμνολογία, γράφοντας γιὰ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας», τότε τί ἄλλο μπορεῖ νὰ ἐννοεῖ; Μήπως τὴν τελετουργικὴ διάταξη; Μὰ καὶ κείνη θέλει ἀλλαγὴ καὶ διόρθωμα, κατὰ τὸν συγγραφέα καὶ τοὺς ὁμοίους του. Ἢ ἐννοεῖ τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων; Μὰ αὐτὰ δὰ εἶναι ποὺ δὲν τὰ φέρνει ποτὲ στὸ στόμα του ὁ συγγραφεὺς κι οἱ ὅμοιοί του, ὡς πεπαλαιωμένα, ἐνῶ μεταφράζει τὸν Χόλτσνερ καὶ κάποια ἄλλα ψυχολογικὰ δοκίμια, σὲ καιρὸ ποὺ ἡ φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ τ᾿ ἄλλα Ὀρθόδοξα πατερικὰ συγγράμματα μεταφράζουνται στὶς ξένες γλῶσσες, καὶ γίνουνται πνευματικὴ τροφὴ τῶν λαῶν ποὺ προσκυνᾶνε οἱ δικοί μας νεωτεριστές, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία καὶ μὲ τὴ βυζαντινὴ μουσική. Μήπως ἀκόμα γιὰ «ἀμάραντα ἄνθη» ἐννοεῖ ὁ ὁμιλητὴς τὰ ἔργα ποὺ κάνουνε οἱ ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς τέχνες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ μικροτεχνία, ἡ ποικιλτική; Ἀλλὰ κι ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν νοιώθει περισσότερο ἀπ᾿ ὅτι νοιώθει ἀπὸ εἰκονογραφία κι ἀπὸ ψαλμωδία, καὶ θὰ τὰ νομίζει κι αὐτὰ ὁλότελα συμβατικά, ἀσήμαντα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ χρήζοντα ἀλλαγῆς.

Μὲ λίγα λόγια, τὸ συμπέρασμα ἀπ᾿ ὅλη τούτη τὴν ἀνιαρὴ ἀνάλυση τῆς ὁμιλίας τοῦ καθηγητοῦ, εἶναι, ἂν κατάλαβα καλά, πὼς χτυπᾶ μιὰ στὸ καρφὶ καὶ μιὰ στὸ πέταλο, χωρὶς νὰ γνοιασθεῖ καθόλου ἂν συμφωνοῦν μεταξύ τους αὐτὰ ποὺ λέγει. Ἐκτὸς ἂν παραλογίζεται ἄθελά του.

Ἔχω ὅμως τὴν ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὰ λεγόμενά του φαίνεται πὼς ἐπιχειρεῖ πολὺ ἀδέξια νὰ κρύψει τὴν ἀντιπάθειά του πρὸς τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, θέλοντας νὰ συμβιβάσει τὰ ἀσυμβίβαστα, τὴν Ὀρθοδοξία με τὶς ἀντιορθόδοξες καινοτομίες, παρουσιάζοντας ἔτσι ἕνα τερατῶδες κατασκεύασμα. Ἀλλά, δὲν ἀκούει τί λέγει ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, ποὺ τὸν συχνοαναφέρει στὰ γραφόμενά του, ἀπὸ προτεσταντικὴ μίμηση, ὅπως φαίνεται: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες... Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τίς δὲ συμφώνησις Χριστοῦ πρὸς Βελίαλ;»

Δὲν πιστεύω πὼς ἀδικῶ τὸν πανοσιολογιώτατον καθηγητήν. Μακάρι νὰ ἤτανε ἄλλη ἡ ἀλήθεια. Θὰ χαιρόμουνα πολὺ νἄβγαινα ψεύτης. Μὰ τὰ ἔργα ποὺ κάνουνε αὐτοὶ οἱ νεωτεριστές, μαρτυροῦν ἀπὸ τὰ λόγια τους αὐτὸ τὸ ἀλλοπρόσαλλο κατάντημά τους: Οἱ ἐκκλησίες στὶς ὁποῖες εἶναι προϊστάμενοι δὲν ἔχουνε τίποτα ποὺ νὰ εἶναι ὀρθόδοξο. Εἶναι ἀπογυμνωμένες ἀπὸ τὸν θερμὸ ἑλληνικὸ χαρακτήρα τους. Ἡ ἁγιογραφία, ἡ μουσική, τὰ σκεύη, τὰ κηρύγματα, ἀκόμα, σὲ πολλά, κι ἡ ἀκολουθία, μυρίζουν προτεσταντικὴ μούχλα. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ψυχροσχολαστική, ἀκατάνυκτη, χωρὶς ἐκείνη τὴ ζεστὴ μυστικοπάθεια ποὺ ἔχουνε οἱ γνήσιες ἐκκλησίες μας. Ἀκόμα καὶ τὰ κεριά, ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ἁπλό, κι ἴσως τὸ πιὸ πνευματικὸ σύμβολο τῆς ψυχῆς ποὺ προσεύχεται μὲ ταπείνωση, ἀκόμα καὶ τὸ θυμίαμα ποὺ προσφέρνεται «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς», κι αὐτὰ ἀκόμα ἔχουνε καταργηθεῖ σὲ κάποιες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ἐκκλησίες ποὺ εἶπα. Ἀλλὰ καὶ τὸν σταυρό τους, ἐκεῖ μέσα, τὸν κάνουνε πολὺ ἀραιά, μὲ πολλὴ οἰκονομία, ἢ καθόλου, παπάδες κι ἐκκλησιαζόμενοι. Ὅ,τι ποιητικὸ στοιχεῖο συντείνει στὸ νὰ νοιώσει κατάνυξη ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανός, δὲν τὸ θέλουνε ἐκεῖνες οἱ παγωμένες καρδιές, ποὺ τὶς ξέρανε ὁ λίβας τῆς σχολαστικῆς καὶ τῆς στενόψυχης ἠθικῆς. Γιατὶ γι᾿ αὐτοὺς ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα κατάξερο ἠθικὸ σύστημα, κατάλληλο γιὰ πρακτικὲς καὶ μικρολόγες σκοπιμότητες. Οὔτε ἀποκάλυψη φρικτῶν μυστηρίων, οὔτε εὐωδία τοῦ καινοῦ ἀέρος τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ εὐφροσύνη, οὔτε πυρπόλησις τῆς καρδίας, οὔτε μέθη ἀπὸ τὸν πνευματικὸν οἶνον, οὔτε χαρμολύπη, οὔτε δάκρυον κατανύξεως, οὔτε συντριβή, οὔτε κοινωνία τοῦ Παρακλήτου, οὔτε μυστικὴ ὅρασις καὶ ἀκοή, οὔτε ὑπὲρ αἴσθησιν αἴσθησις. Τίποτα!

Πῶς νὰ μὴν εἶναι λοιπὸν τόσο ψυχρὲς κι ἀκατάνυκτες οἱ ἐκκλησίες τους, ἀφοῦ ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, «ἡ καρδία ἔσωθεν ὁμοίως τοῖς ἐξωτέροις σχήμασιν ἐνδιατυποῦται»;

Τί σχέση μποροῦνε νὰ ἔχουν αὐτὰ τὰ ἀνέκφραστα τραγούδια ποὺ ἀκούονται ἐκεῖ μέσα, μὲ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία, μὲ τὴν ἱερατικὴ γλώσσα τῆς ὑμνολογίας, μὲ τὸν σοβαρὸ χαρακτήρα τῆς προγονικῆς μας εὐσέβειας;

Ὤ! Τί βεβήλωση εἶναι αὐτή, νὰ μπαίνουνε οἱ μίμοι καὶ νὰ ἀσχημονοῦν μέσα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, μὲ κάποιες φωνὲς ποὺ γαργαλίζουν τὴ σάρκα τους; Ὥστε αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία σας, νὰ μὴν ἔχει ὁ ναὸς τίποτα ὀρθόδοξο; Ἡ πνευματικὴ γεύση σας τόσο πολὺ χάλασε, ὥστε κάθε τί ποὺ στάθηκε γιὰ τοὺς Ἁγίους ὁ οὐράνιος ἄρτος κι ὁ ὑπερούσιος οἶνος, νὰ σᾶς φαίνεται στυφὸ καὶ πικρό; Τὰ ἁγιασμένα ὁράματα καὶ ἀκούσματα, ποὺ εὐφράνανε μυριάδες εὐλαβεῖς ψυχές, ἐσεῖς δὲν τὰ κρίνετε ἄξια νὰ τὰ διατηρήσουμε, ἀλλὰ θέλετε νὰ τὰ ἀλλάξετε, καὶ νὰ βάλετε στὴ θέση τους τὰ μουγκρίσματα τῶν ζώων, γιὰ νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν ἐκφυλισμένη ἐποχή μας;

Λέτε πὼς σεβόσαστε καὶ τιμᾶτε τοὺς Ἁγίους. Ἀλλὰ ποιοί μᾶς παρέδωσαν, μαζὶ μὲ τὴν πίστη, τὸν τρόπο τῆς λατρείας καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες; Δὲν μᾶς τὰ παραδώσανε οἱ Πατέρες; Γιατί λοιπὸν δὲν τὰ σεβόσαστε καὶ δὲν τὰ τιμᾶτε;

Ἰδιαίτερα δὲν σᾶς ἀρέσει ἡ μουσική της ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ ἡ μόνη ἱερατικὴ χριστιανικὴ μουσική. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔψελνε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους κι ὑμνοῦσε τὸν Θεό: «Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Καὶ μὲ τί εἴδους μουσικῆς ἄραγε ὕμνησαν; Ρωτῶ νὰ μοῦ πεῖς. Μήπως μὲ τὴ θεατρικὴ μουσικὴ ποὺ εἰσάγεις στὶς ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ, μ᾿ αὐτή, λέγω τὴν εὐρωπαϊκὴ τετραφωνία, ἢ μὲ τὴν ἱεροπρεπῆ ἀνατολικὴ μουσικὴ ποὺ δὲν τὴν θέλεις, ποὺ τὴν θεωρεῖς βάρβαρη, ἐσὺ ὁ βάρβαρος καὶ βλάσφημος;

Ναί! Ἐδῶ δὲν εἶναι θολὲς καὶ ὀμιχλώδεις θεωρίες, σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἄκουσες στὰ μουχλιασμένα Πανεπιστήμια. Ἐδῶ εἶναι καθαρὰ καὶ ἁπλὰ πράγματα: Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος στὴν Ἀνατολή, καὶ δὲν γεννήθηκε, ὅπως θἄθελες, στὸ Παρίσι ἢ στὴ Στοκχόλμη ἢ στὴ Λόντρα. Γεννήθηκε σ᾿ ἕνα φτωχοχώρι τῆς Ἰουδαίας. Ἡ γλώσσα ποὺ μιλοῦσε ἤτανε Ἀνατολίτικη. Κι ἡ μουσική, ποὺ μ᾿ αὐτὴ ὑμνοῦσε τὸν Θεό, ἤτανε κι αὐτὴ Ἀνατολίτικη, ἢ τὸ θέλεις εἴτε δὲν τὸ θέλεις.

Λοιπόν, γιατί δὲν τὴ καταδέχεσαι αὐτὴ τὴ μουσική, ἐσὺ ὁ ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ τὴ μουσικὴ ποὺ τὴν ἁγίασε ὁ Χριστός; Ἐγὼ φρίττω, δακρύζω, καταπλήττομαι, μόνο ποὺ συλλογίζουμαι πὼς μ᾿ αὐτὴ τὴ μουσικὴ ἔψελνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ πὼς ἀξιονόμαστε κι ἐμεῖς νὰ τὴ ψέλνουμε ὅπως Ἐκεῖνος! Κι ἐσύ, ἀντὶ νὰ ἀγάλλεσαι, ἀντὶ νὰ νοιώθεις πνοὴ ἀθανασίας ἀπάνω σου ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θεαγάπητη μουσική, ποὺ μᾶς κληροδοτήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα οὐράνια δῶρα ὁποὺ βρίσκουνται φυλαγμένα μέσα στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς γεραρᾶς παραδόσεώς μας, ἐσὺ δὲν τὴν θέλεις, τὴν ἀπεχθάνεσαι, τὴν λὲς τούρκικη, δὲν τὴ νομίζεις ἄξια γιὰ τὰ ἁμαρτωλὰ στόματά μας!

Τέτοια τύφλωση, λοιπόν, παθαίνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ τὴ ματαιότητα καὶ ζητᾶ τὸ ψεῦδος.

Ὁ Θεὸς ἂς μὲ συγχωρήσει γιὰ ὅσα ἀναγκάσθηκα νὰ πῶ γιὰ ἕναν ὑπηρέτη του.

Κύριε, νά, εἶμαι μπροστά σου, καὶ κρίνε με. Ἐσὺ εἶσαι καρδιογνώστης καὶ ξέρεις τὴν πίκρα τῆς καρδιᾶς μου γιὰ τὴ βεβήλωση ποὺ παθαίνουν οἱ ἅγιες ἐκκλησίες σου. Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με. Ἐσὺ ποὺ ἐπέτρεψες στὸν Προφήτη Ἠλία, νὰ ἐξαγριωθεῖ ἀπὸ τὸν πύρινο ζῆλο ποὺ τὸν ἔκαιγε, Ἐσὺ ποὺ τὸν συγχώρεσες γιὰ τὴ φοβερὴ ἁμαρτία ποὺ ἔκανε νὰ σφάξει τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ, ἐπειδὴ εἶδες πὼς ἤτανε ὁ μονώτατος δοῦλος σου ποὺ πίστευε σὲ Σένα, καὶ τὸν στεφάνωσες μὲ τὸν ἀμάραντον στέφανο, καὶ τὸν ἅρπαξες ἀπάνω σ᾿ ἕνα ἁμάξι πύρινο καὶ τὸν πῆρες κοντά Σου μὲ τὸ σάρκινο κορμί του, δίχως νὰ δοκιμάσει θάνατο, Ἐσύ, Κύριε, εὔσπλαχνε καὶ δίκαιε, συγχώρεσε κι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό. Γιατὶ Ἐσὺ ἄνοιξες τὸ στόμα μου, ὅπως ἄνοιξες τὸ στόμα τῆς ὄνου τοῦ Βαλαάμ, γιὰ νὰ μιλήσω γιὰ τὴ βεβήλωση τοῦ οἴκου σου, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ματαιότητας.

Φώτισε, Κύριε, τὶς σκοτισμένες διάνοιές μας. Ἐλευθέρωσέ τες ἀπὸ τὰ φιλόσαρκα φρονήματα. Γέμισε τὴν καρδιά μας μὲ τὴν πανευφρόσυνη λύπη σου. Γιατὶ μ᾿ αὐτὴ βρίσκουμε τὸν μυστικὸ δρόμο ποὺ μᾶς φέρνει σὲ Σένα, κι ὄχι μὲ τὶς ἀπατηλὲς σοφίες τοῦ κόσμου τούτου.

Ἡ λύπη τῆς διανοίας εἶναι θυμίαμα εὔοσμο, ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν θρόνο σου. Αὐτὴ ἀνοίγει τὴν κλεισμένη πύλη, γιὰ νὰ μπεῖ ἡ ψυχή μας στὴ χώρα τῶν μυστηρίων Σου. Γιὰ τοῦτο εἶπες· «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».

Φώτης Κόντογλου,
Μεγάλη Παρασκευή, 1960
πηγή: http://paterikos.blogspot.gr/