Για τον Ελληνισμό την εποχή του Παύλου, το
βασικό και πρωταρχικό ζητούμενο, ήταν η λύτρωση του ανθρώπου από τη μοίρα και
το θάνατο[1].
Όλη η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε την εποχή εκείνη, είχε ως ζητούμενο την
δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, καθώς και την σχέση αυτού με την
υπόλοιπη γύρω φύση[2].
Η φύση και οι νόμοι αυτής είναι που καθορίζουν την ύπαρξη και πορεία ζωής του
κάθε ανθρώπου. Έτσι λοιπόν στον Ελληνισμό αναπτύχθηκε σταδιακά η θεωρία της
κοσμογονίας ως ερμηνεία της προέλευσης και γέννησης του κόσμου[3].
Βάση της θεωρίας αυτής ο κόσμος γεννιέται από κάτι που προϋπήρχε ή από το χάος
με βάση τους νόμους[4].
Τα τρία επίπεδα του κόσμου για τον Ελληνισμό είναι ο ουρανός, η γη και τα
υποχθόνια[5].
Άρρηκτα δεμένη με την γέννηση του κόσμου για τον Ελληνισμό υπήρξε και η γέννηση
των θεών[6].
Ο Χριστιανισμός, πρόβαλε άλλο μοντέλο για την
γέννηση του κόσμου, της κτίσης αυτού από δυνάμεις εκτός του κόσμου[7].
Για τον Χριστιανισμό ο κόσμος αποτελεί δημιούργημα μιας υπέρτατης δύναμης, ενός
Θεού. Η δημιουργία του έγινε <<εκ του μηδενός>>.
Βασικό στοιχείο για τη σύνδεση του Ελληνισμού
και του Χριστιανισμού ήταν η ύπαρξη του προσώπου του Χριστού ως όντος και η
σχέση του με τον κόσμο[8]. Η
αρχική Χριστολογία θα λάβει χαρακτήρα κοσμολογικό και θα συνδεθεί με την αρχή,
τη δημιουργία του κόσμου και τη συντήρηση αυτού[9]. Ο
Χριστός είναι ο προαιώνιος Λόγος του Θεού, η αρχή του κόσμου και αυτός που
συντηρεί και ενώνει την κτίση όλη[10].
Ο Παύλος χρησιμοποίησε στις επιστολές του
στοιχεία που προσδίδουν την ιστορικότητα και την σύνδεση του προσώπου του
Χριστού με τον κόσμο. Ο κόσμος είναι δημιούργημα ενός αγαθού Θεού, ο οποίος
είναι άκτιστος και πέρα από τον κόσμο[11].
Υπάρχει δηλαδή διάκριση μεταξύ κτιστού, που είναι ο κόσμος και ακτίστου, που
είναι ο Θεός. Για να υπάρξει όμως μια γεφύρωση μεταξύ Θεού και ανθρώπου, ο
Χριστιανισμός, έρχεται και προβάλει την ενανθρώπιση, την σταύρωση και την
ανάσταση του Χριστού[12]. Η
ανάσταση του Χριστού που είναι η λύτρωση από τη φθορά και το θάνατο, δίνει μια
εσχατολογική διάσταση στη θεώρηση του κόσμου[13].
Το χάσμα που υπήρξε μεταξύ Θεού και ανθρώπου, οφείλεται στην πτώση του
ανθρώπου, στην παρακοή της τήρησης των εντολών του Θεού. Η αποξένωση αυτή από τον
Θεό κατέστησε την ανθρώπινη φύση φθαρτή και θνητή. Ο άνθρωπος σφάλλει και
αμαρτάνει διαρκώς, αδυνατεί να βρει από μόνος του τη λύτρωση και σωτηρία. Εδώ,
έρχεται ο Χριστιανισμός να εκφράσει την αγάπη του Θεού προς το δημιούργημά του,
τον άνθρωπο. Η ενανθρώπιση του ίδιου του Θεού και το Πάθος του είναι αποτέλεσμα
της χάριτος, της θέλησης του Ιδίου να σώσει το δημιούργημά του. Το χριστιανικό
μήνυμα αναφέρεται και μετατοπίζεται πλέον στη βάση του τέλους του κόσμου της
φθοράς και του θανάτου, στην επερχόμενη <<Βασιλεία των Ουρανών>>[14].
Ο Παύλος, όπως προαναφέραμε, για τη μεταφορά
του ευαγγελίου στην υπόλοιπη οικουμένη, χρησιμοποίησε στοιχεία γνωστά στον
Ελληνισμό, όπως η γλώσσα. Βασικό στοιχείο και στόχος του Παύλου υπήρξε η
προσπάθειά του να παρουσιάσει πως ο Ελληνισμός συμπληρώνεται από τη διδασκαλία
του Χριστού[15].
Στις επιστολές του, χρησιμοποίησε αποσπάσματα από Έλληνες ποιητές[16].
Η αποκάλυψη του Θεού και του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρώπου είναι στοιχεία
που απαντάμε έντονα στις επιστολές του Παύλου[17]. Τονίζει
και διαχωρίζει τις έννοιες του Θεού δημιουργού και του κόσμου ως δημιούργημα
του Πλάστη. Αναφέρεται στην αγαθότητα και την πραότητα του Θεού.
Ο Παύλος συνέβαλε στην θεμελίωση της Εκκλησίας
και στην θεολογική διάσταση του μηνύματος του ευαγγελίου. Η Εκκλησία πλέον
αποτελεί το σώμα του Χριστού όπου κεφαλή αυτής είναι ο ίδιος ο Κύριος. Οι
πιστοί ενώνονται στο ίδιο σώμα και αποτελούν μέλη αυτού. Μετέχουν και κοινωνούν
το Χριστό[18].
Θεμέλιο στοιχείο και κεντρικό της Εκκλησίας αποτελεί το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Εκεί οι πιστοί μετέχουν και λαμβάνουν δια Πνεύματος Αγίου, το
<<σώμα>> και το <<αίμα>> του Χριστού.
Ο
λειτουργικός κύκλος της Εκκλησίας είναι συνυφασμένος γύρω από το βασικό
στοιχείο της διδασκαλίας του Χριστιανισμού, την ενανθρώπιση, σταύρωση
και ανάσταση του Χριστού. Μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας οι πιστοί
προγεύονται την επερχόμενη <<Βασιλεία των Ουρανών>>.
ΤΖΙΟΡΤΖΙΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Θεολόγος
[1] Ι. Ζηζιούλα, Ελληνισμός και Χριστιανισμός: η συνάντηση των δύο κόσμων, (Αθήνα: Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, 2008),104
[2] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 104
[3] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, Η Ορθοδοξία ως Κληρονομιά: οι πρώτες ιστορικές καταβολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τ. Α’, (Πάτρα: Ε.Α.Π., 2002) , 37
[4] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 37
[5] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 105
[6] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 37
[7] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 37
[8] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 104
[9] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 108
[10] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 110
[11] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 40
[12] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 40
[13] Ι. Ζηζιούλα, ό. π., 114
[14] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 44
[15] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 81
[16] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 82
[17] Δ. Μόσχος και Σ. Ράγκος, ό. π., 83
[18] Σ. Παπαδόπουλου, Ο Παύλος των Εθνών: τι του απεκάλυψε ο Κύριος, (Αθήνα: Ψυχογιός, 2009) , 44
http://www.koinwniagnwsis.gr